Anonymous

ἐξικνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξικνέομαι''': μέλλ. ἐξίξομαι: ἀόρ. ἐξικόμην: Ἀποθ. Ἔρχομαι, [[φθάνω]] εἴς τι [[μέρος]], παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε κατ’ ἀόρ. καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. τόπου, ἄλλων ἐξίκετο δῆμον Ἰλ. Ω. 481, κτλ.· Φθίην δ’ ἐξικόμην ἐριβώλακα... ἐς Πηλῆα ἄνακτα Ι. 475· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 810, Εὐμ. 1025· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθέσ., ἐξικέσθαι ἐς βυσσὸν Ἡρόδ. 2. 28· ἐς ἥβην Σοφ. Ἀποσπ. 517. 6· ἐπ’ [[ὄρος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 303· πρὸς πεδία ὁ αὐτὸς Πρ. 793· πρὸς τὸν [[προκείμενον]] [[ἄεθλον]] Ἡρόδ. 4. 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ. 1) προσώπου, [[ἔρχομαι]] εἴς τινα ὡς [[ἱκέτης]], Ὀδ. Ν. 206, Υ. 223, Πίνδ. 2) πράγματος, [[φθάνω]] εἴς τι, σοφίας [[ἄωτον]] [[ἄκρον]] Πινδ. Ι. 7 (6). 26· ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐξικέσθαι, διαπράξασθαι, ἐπιτελέσαι (πρβλ. [[ἐξέρχομαι]] Ι. 3), Θουκ. 1. 70, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 311D· τοῖς τεθνηκόσι γὰρ ἔλεγεν... οἷς οὐδὲ τρὶς λέγοντες ἐξικνούμεθα (καθ’ ἕλξιν ἀντὶ οὓς) Ἀριστοφ. Βάτρ. 1176, πρβλ. Πλούτ. 2. 347D: - [[μετὰ]] γεν., Εὐρ. Ἠλ. 612· [[ἀλλήλων]] Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 17· [[ὡσαύτως]], [[πρός]] τι Πολύβ. 1. 3, 10, κτλ. 3) ἀπολ., [[φθάνω]] εἴς τινα ἀπόστασιν, ἐπὶ βέλους, ὅσον [[τόξευμα]] ἐξικνέεται Ἡρόδ. 4. 139· ἐπὶ τῆς ὁράσεως, ἐπὶ πολλὰ στάδια ἐξ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 17, πρβλ. 2. 3, 19, Εὐρ. Βάκχ. 1060: - ἐπὶ διανοητικῶν ἐνεργειῶν, ὅσον [[δυνατός]] εἰμι μακρότατον ἐξικέσθαι ἀκοῇ, ἐφ’ ὅσον μακρότατον χρονικὸν [[διάστημα]] [[δύναμαι]] νὰ φθάσω ἐρευνῶν τὰ ἀκουόμενα, Ἡρόδ. 1. 171· ἐπ’ ὅσον μακρότατον ἱστορεῦντα ἦν ἐξικέσθαι ἀκοῇ ὁ αὐτὸς 2. 34, πρβλ. 4. 16, 192 ἐξ. ἐπ’ ἀμφότερα φρονήσει Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 281D· περαιτέρω ἐξ. τῇ θεωρίᾳ Πλουτ. Σόλ. 3. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἐξαρκῶ, «[[φθάνω]]», ἄν... ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα Πλάτ. Πρωτ. 311D.
|lstext='''ἐξικνέομαι''': μέλλ. ἐξίξομαι: ἀόρ. ἐξικόμην: Ἀποθ. Ἔρχομαι, [[φθάνω]] εἴς τι [[μέρος]], παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε κατ’ ἀόρ. καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. τόπου, ἄλλων ἐξίκετο δῆμον Ἰλ. Ω. 481, κτλ.· Φθίην δ’ ἐξικόμην ἐριβώλακα... ἐς Πηλῆα ἄνακτα Ι. 475· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 810, Εὐμ. 1025· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθέσ., ἐξικέσθαι ἐς βυσσὸν Ἡρόδ. 2. 28· ἐς ἥβην Σοφ. Ἀποσπ. 517. 6· ἐπ’ [[ὄρος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 303· πρὸς πεδία ὁ αὐτὸς Πρ. 793· πρὸς τὸν [[προκείμενον]] [[ἄεθλον]] Ἡρόδ. 4. 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ. 1) προσώπου, [[ἔρχομαι]] εἴς τινα ὡς [[ἱκέτης]], Ὀδ. Ν. 206, Υ. 223, Πίνδ. 2) πράγματος, [[φθάνω]] εἴς τι, σοφίας [[ἄωτον]] [[ἄκρον]] Πινδ. Ι. 7 (6). 26· ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐξικέσθαι, διαπράξασθαι, ἐπιτελέσαι (πρβλ. [[ἐξέρχομαι]] Ι. 3), Θουκ. 1. 70, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 311D· τοῖς τεθνηκόσι γὰρ ἔλεγεν... οἷς οὐδὲ τρὶς λέγοντες ἐξικνούμεθα (καθ’ ἕλξιν ἀντὶ οὓς) Ἀριστοφ. Βάτρ. 1176, πρβλ. Πλούτ. 2. 347D: - [[μετὰ]] γεν., Εὐρ. Ἠλ. 612· [[ἀλλήλων]] Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 17· [[ὡσαύτως]], [[πρός]] τι Πολύβ. 1. 3, 10, κτλ. 3) ἀπολ., [[φθάνω]] εἴς τινα ἀπόστασιν, ἐπὶ βέλους, ὅσον [[τόξευμα]] ἐξικνέεται Ἡρόδ. 4. 139· ἐπὶ τῆς ὁράσεως, ἐπὶ πολλὰ στάδια ἐξ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 17, πρβλ. 2. 3, 19, Εὐρ. Βάκχ. 1060: - ἐπὶ διανοητικῶν ἐνεργειῶν, ὅσον [[δυνατός]] εἰμι μακρότατον ἐξικέσθαι ἀκοῇ, ἐφ’ ὅσον μακρότατον χρονικὸν [[διάστημα]] [[δύναμαι]] νὰ φθάσω ἐρευνῶν τὰ ἀκουόμενα, Ἡρόδ. 1. 171· ἐπ’ ὅσον μακρότατον ἱστορεῦντα ἦν ἐξικέσθαι ἀκοῇ ὁ αὐτὸς 2. 34, πρβλ. 4. 16, 192 ἐξ. ἐπ’ ἀμφότερα φρονήσει Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 281D· περαιτέρω ἐξ. τῇ θεωρίᾳ Πλουτ. Σόλ. 3. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἐξαρκῶ, «[[φθάνω]]», ἄν... ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα Πλάτ. Πρωτ. 311D.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ἐξίξομαι, <i>ao.2</i> ἐξικόμην;<br /><b>1</b> dépasser, s’étendre ; parvenir à, atteindre : τινα s’approcher de qqn ; πρὸς πεδία ESCHL, ἐπ’ [[ὄρος]] ESCHL, [[ἐς]] βύσσον HDT parvenir à des plaines, à une montagne, auprès d’un abîme ; [[ὅσον]] [[τόξευμα]] ἐξικνέεται HDT aussi loin que porte un trait ; <i>fig. en parl. de l’intelligence</i> parvenir (à saisir, à comprendre);<br /><b>2</b> <i>fig. en parl. d’un but</i> parvenir à, atteindre, gén. ; <i>abs.</i> parvenir au but, atteindre le but ; réaliser, accomplir, acc.;<br /><b>3</b> être capable de, suffire à : [[πρός]] [[τι]], [[ἐπί]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἱκνέομαι]].
}}
}}