3,277,759
edits
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξάγω''': μέλλ. -ξω, ἄγω ἔξω: Ι. ἐπὶ προσώπων, τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] γεν. τόπου, πόληος, μεγάροιο, ὁμίλου, μάχης, κτλ., Ὅμ., ἰδίως ἐν Ἰλ.· ἢ [[μετὰ]] τῆς προθ. ἐκ..., ὡς ἐν Ὀδ. Θ. 106, Υ. 21· [[οὕτως]], ἐξάξειν ἐκ χώρης Ἡρόδ. 4. 148 κ. ἀλλ.· Ἄργεος ἐξαγαγόντες, ἀγαγόντες ἐκ τοῦ Ἄργους, Ἰλ. 379· [[φέρω]] εἰς τὸν κόσμον, τόν γε [[μογοστόκος]] [[Εἰλείθυια]] ἐξάγαγε πρὸ [[φόωσδε]] Ἰλ. Π. 188· ἐξ Λυδοὺς ἐς μάχην Ἡρόδ. 1. 79, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 6. 6, 36, κτλ.· ἄγω τινὰ ἔξω ἐπὶ θανάτῳ, ἐξαγαγόντες (τὸν Κώην) κατέλευσαν Ἡρόδ. 5. 38· [[εἶτα]] δὲ ἐξῆγον αὐτὸν οἷς προσετάχθη Ξεν. Ἀν. 1. 6, 10, κτλ.· ἐπὶ θήραν ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 4, 14· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., τήνδε τὴν ὁδόν... ἐξήγαγέ με Σοφ. Ο. Κ. 96. β) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἐξάγουσι (ἐξυπ. τὸν στρατὸν) Ξεν. Ἑλλ. 4. 5. 14., 5. 4, 38, κτλ., πρβλ. [[ἐξακτέον]]· [[καθόλου]], [[ἐξέρχομαι]], καὶ [[οὕτως]] ἐξάγει ὡς ἐπὶ θήραν παρεσκευασμένος ὁ αὐτ. Κύρ. 2. 4, 18· ἐξῆγεν ἀεὶ εἰς προνομὰς [[αὐτόθι]] 6. 1, 24· [[οὕτως]] [[ἅπαξ]] καὶ παρ’ Ὁμ., τύμβον... ἕνα χεύομεν ἐξαγαγόντες ἄκριτον ἐκ πεδίου, «τάφον δέ... ἕνα διὰ χώματος ποιήσωμεν ἐκπορευθέντες ἔξω τῆς πεδιάδος, ἄκριτον, [[ἤτοι]] μὴ καθέκαστον τῶν τεθνηκότων διακρινόμενον, χωριζόμενον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 336· «ἐξαγαγόντες ἀντὶ τοῦ ἐξελθόντες, ἐκπορευθέντες» Εὐστ. 684, 12 (ὁ Heyne καὶ ἄλλοι συνδέουσι τὸ ἐξαγαγόντες [[μετὰ]] τῶν ἑπομένων λέξεων ἄκριτον ἐκ πεδίου καὶ ἑρμηνεύουσιν: ἐγείρωμεν τύμβον συσσωρεύσαντες [[χῶμα]] ἐκ τῆς πεδιάδος, ἀλλ’ ὁ Ὅμ. [[οὐδέποτε]] μεταχειρίζεται τὴν ἐπὶ πραγμάτων, ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ). 2) [[ἐξάγω]], [[ἀπαλλάσσω]] ἔκ τινος, ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγον Πίνδ. Π. 3. 91· ἐξάγειν τινὰ ἐκ τοῦ ζῆν, δηλαδὴ φονεύειν, Πολύβ. 24. 12, 13· οἱ μὲν γὰρ ἐκ τοῦ ζῆν παραλόγως αὑτοὺς ἐξῆγον, ἐφόνευον ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 40. 3, 5· τοῦ ζῆν Πλούτ. 2. 1076Β· τοῦ βίου [[αὐτόθι]] 837Ε· τοῦ σώματος ὁ αὐτὸς Δημ. καὶ Ἀντ. Σύγκρ. 6· ἀμεταβ., [[παρέρχομαι]], οἱ μεγάλοι πόνοι συντόμως ἐξάγουσι Πλούτ. 2. 36Β. 3) [[ἐκβάλλω]] τινὰ ἐκ κτήματος ἔχοντα ἀξιώσεις ἐπ’ [[αὐτοῦ]] (πρβλ. ἐξαγωγὴ ΙΙ), Δημ. 533 ἐν τέλ. κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κλ., [[ἐξάγω]], [[κάμνω]] ἐξαγωγήν, ναυβάτην φορτηγόν, [[ὅστις]] ῥῶπον ἐξάγει χθονὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 256, Ἀριστοφ. Ἱπ. 378, 282, κτλ.· εἴ τις ἐξαγαγὼν παῖδα ληφθείη, ἐξαγαγὼν αὐτὸν ὡς δοῦλον, Λυσ. 117. 2· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀνδοκ. 21. 14. - Παθ., τὰ ἐξαγόμενα, δηλαδὴ ἐμπορεύματα, κτλ., Ξεν. Πόροι 3. 2, κλ.· [[οὔτε]] γὰρ ἐξήγετο οὐδέν, οὐδ’ εἰσήγετο Δημ. 276. 5. 2) ἐπὶ [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] ὑγρᾶς γῆς, [[ἐξάγω]], ἀφαιρῶ ἐξ αὐτῆς (τὸ περιττὸν [[ὕδωρ]]), ὡς τὸ [[ὕδωρ]] ἐξάγεται τάφροις, διὰ τάφρων, Ξεν. Οἰκ. 20. 12, Δημ. 1276, 7· [[οὕτως]] ἐπὶ καθαρτικῶν φαρμάκων, [[ἐκβάλλω]], πλείονα ποιοῦσι περίττωσιν ἢ ἐξάγουσι Πλούτ. 2. 134C, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5. 3) ἐπὶ οἰκοδομῆς, [[ἐξάγω]] ἔξω, [[ἐπεκτείνω]], ἐξαγαγὼν ἔξω τὴν αἱμασιάν, ἵνα τὰ δένδρα τῆς ὁδοῦ ποιήσειεν [[εἴσω]] Δημ. 1278. 3· οὕτω, μείζων γὰρ ὁ [[περίβολος]] [[πανταχῇ]] ἐξήχθη τῆς πόλεως, «[[καθότι]] ἡ περιοχὴ τοῦ τείχους ἔγινε πλέον ἐκτεταμένη τῆς παλαιᾶς [[πανταχόθεν]]» (Δούκας), Θουκ. 1. 93. 4) ἐπὶ δαπανῶν, [[ἐξέρχομαι]] τοῦ μετρίου, καὶ τὰ ἀναλώματα τῶν τε ἐχόντων ἐπὶ πλεῖστον ὑπ’ ἀσωτίας ἐξηγμένα, ηὐξημένα, Δίων Κ. 43. 25. ΙΙΙ. [[παράγω]], οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Σοφ. Ἀποσπ. 717· [[προκαλῶ]], [[διεγείρω]], δάκρυ τινὶ Εὐρ. Ἱκ. 770· οὕτω καὶ ἐπὶ ἱδρῶτος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. - Μέσ., γέλωτα ἐξάγεσθαι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15· μακρὰ ἆθλα πολλοὺς πόνους ἐξάγεται, συνεπάγεται, ὁ [[αὐτός]] Ἱέρων 9. 11. IV. ἄγω, [[παρασύρω]], ἔγνωκα καὐτός, ἀλλ’ [[ἔρως]] τις ἐξάγει Εὐρ. Ἄλκ. 1080, Ἱκ. 79· κινῶ τινα εἴς τι, καὶ μή γ’ ἐπ’ οἶκτόν μ’ ἔξαγ’ οὗ ’λελήσμεθα ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 361, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 1211· ὠθῶ, ἐς κινδύνους Θουκ. 3. 45· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, παρακινῶ, [[φέρω]] εἰς πειρασμόν, [[ὥστε]] εἰπεῖν Θέογν. 414· ἐξάγειν ἐπὶ τὰ πονηρότερα τὸν ὄχλον Θουκ. 6. 89· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 775, Πλούτ. 922F. - Παθ., παρακινοῦμαι νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., ἐξήχθην ὀλοφύρασθαι Λυσ. 196. 15· [[ταῦτα]]... ἐξήχθημεν εἰπεῖν Πλάτ. Πολ. 572Β, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 21· ἃ μὲν ἄν τις ἐξαχθῇ πρᾶξαι Δημ. 527. 16, πρβλ. 538. 22· ἀπολ., παραφέρομαι ὑπὸ πάθους, Δείναρχ. 92. 3· ὑπὸ τοῦ θυμοῦ Παυσ. 5. 17, 4, κτλ. 2) [[ἐκτοπίζω]], [[παρεκτρέπω]] τὸν λόγον, οἱ εἰς ἄλλας ὑποθέσεις ἐξάγοντες Πλούτ. 2. 42F· βάλλω εἰς πρᾶξιν, ἐκτελῶ, εἰς [[ἔργον]] ἐξαγαγεῖν τὸ [[πρόβλημα]] ὁ αὐτ. Μάρκελ. 14· πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν διάλεκτον ἐξάγειν [[τοὔνομα]], ἐξακριβοῦν, Λατ. exigere ad.., ὁ αὐτ. Νουμ. 13· ἐμαυτὸν [[οὕτως]] [[ἐξάγω]], [[ἐκφράζω]] τὰς ἐπιθυμίας μου, Διογ. Λ. 5. 72. V. ἐξασκῶ, ἀρχὴν Διον. Ἁλ. 2. 56. | |lstext='''ἐξάγω''': μέλλ. -ξω, ἄγω ἔξω: Ι. ἐπὶ προσώπων, τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] γεν. τόπου, πόληος, μεγάροιο, ὁμίλου, μάχης, κτλ., Ὅμ., ἰδίως ἐν Ἰλ.· ἢ [[μετὰ]] τῆς προθ. ἐκ..., ὡς ἐν Ὀδ. Θ. 106, Υ. 21· [[οὕτως]], ἐξάξειν ἐκ χώρης Ἡρόδ. 4. 148 κ. ἀλλ.· Ἄργεος ἐξαγαγόντες, ἀγαγόντες ἐκ τοῦ Ἄργους, Ἰλ. 379· [[φέρω]] εἰς τὸν κόσμον, τόν γε [[μογοστόκος]] [[Εἰλείθυια]] ἐξάγαγε πρὸ [[φόωσδε]] Ἰλ. Π. 188· ἐξ Λυδοὺς ἐς μάχην Ἡρόδ. 1. 79, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 6. 6, 36, κτλ.· ἄγω τινὰ ἔξω ἐπὶ θανάτῳ, ἐξαγαγόντες (τὸν Κώην) κατέλευσαν Ἡρόδ. 5. 38· [[εἶτα]] δὲ ἐξῆγον αὐτὸν οἷς προσετάχθη Ξεν. Ἀν. 1. 6, 10, κτλ.· ἐπὶ θήραν ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 4, 14· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., τήνδε τὴν ὁδόν... ἐξήγαγέ με Σοφ. Ο. Κ. 96. β) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἐξάγουσι (ἐξυπ. τὸν στρατὸν) Ξεν. Ἑλλ. 4. 5. 14., 5. 4, 38, κτλ., πρβλ. [[ἐξακτέον]]· [[καθόλου]], [[ἐξέρχομαι]], καὶ [[οὕτως]] ἐξάγει ὡς ἐπὶ θήραν παρεσκευασμένος ὁ αὐτ. Κύρ. 2. 4, 18· ἐξῆγεν ἀεὶ εἰς προνομὰς [[αὐτόθι]] 6. 1, 24· [[οὕτως]] [[ἅπαξ]] καὶ παρ’ Ὁμ., τύμβον... ἕνα χεύομεν ἐξαγαγόντες ἄκριτον ἐκ πεδίου, «τάφον δέ... ἕνα διὰ χώματος ποιήσωμεν ἐκπορευθέντες ἔξω τῆς πεδιάδος, ἄκριτον, [[ἤτοι]] μὴ καθέκαστον τῶν τεθνηκότων διακρινόμενον, χωριζόμενον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 336· «ἐξαγαγόντες ἀντὶ τοῦ ἐξελθόντες, ἐκπορευθέντες» Εὐστ. 684, 12 (ὁ Heyne καὶ ἄλλοι συνδέουσι τὸ ἐξαγαγόντες [[μετὰ]] τῶν ἑπομένων λέξεων ἄκριτον ἐκ πεδίου καὶ ἑρμηνεύουσιν: ἐγείρωμεν τύμβον συσσωρεύσαντες [[χῶμα]] ἐκ τῆς πεδιάδος, ἀλλ’ ὁ Ὅμ. [[οὐδέποτε]] μεταχειρίζεται τὴν ἐπὶ πραγμάτων, ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ). 2) [[ἐξάγω]], [[ἀπαλλάσσω]] ἔκ τινος, ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγον Πίνδ. Π. 3. 91· ἐξάγειν τινὰ ἐκ τοῦ ζῆν, δηλαδὴ φονεύειν, Πολύβ. 24. 12, 13· οἱ μὲν γὰρ ἐκ τοῦ ζῆν παραλόγως αὑτοὺς ἐξῆγον, ἐφόνευον ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 40. 3, 5· τοῦ ζῆν Πλούτ. 2. 1076Β· τοῦ βίου [[αὐτόθι]] 837Ε· τοῦ σώματος ὁ αὐτὸς Δημ. καὶ Ἀντ. Σύγκρ. 6· ἀμεταβ., [[παρέρχομαι]], οἱ μεγάλοι πόνοι συντόμως ἐξάγουσι Πλούτ. 2. 36Β. 3) [[ἐκβάλλω]] τινὰ ἐκ κτήματος ἔχοντα ἀξιώσεις ἐπ’ [[αὐτοῦ]] (πρβλ. ἐξαγωγὴ ΙΙ), Δημ. 533 ἐν τέλ. κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κλ., [[ἐξάγω]], [[κάμνω]] ἐξαγωγήν, ναυβάτην φορτηγόν, [[ὅστις]] ῥῶπον ἐξάγει χθονὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 256, Ἀριστοφ. Ἱπ. 378, 282, κτλ.· εἴ τις ἐξαγαγὼν παῖδα ληφθείη, ἐξαγαγὼν αὐτὸν ὡς δοῦλον, Λυσ. 117. 2· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀνδοκ. 21. 14. - Παθ., τὰ ἐξαγόμενα, δηλαδὴ ἐμπορεύματα, κτλ., Ξεν. Πόροι 3. 2, κλ.· [[οὔτε]] γὰρ ἐξήγετο οὐδέν, οὐδ’ εἰσήγετο Δημ. 276. 5. 2) ἐπὶ [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] ὑγρᾶς γῆς, [[ἐξάγω]], ἀφαιρῶ ἐξ αὐτῆς (τὸ περιττὸν [[ὕδωρ]]), ὡς τὸ [[ὕδωρ]] ἐξάγεται τάφροις, διὰ τάφρων, Ξεν. Οἰκ. 20. 12, Δημ. 1276, 7· [[οὕτως]] ἐπὶ καθαρτικῶν φαρμάκων, [[ἐκβάλλω]], πλείονα ποιοῦσι περίττωσιν ἢ ἐξάγουσι Πλούτ. 2. 134C, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5. 3) ἐπὶ οἰκοδομῆς, [[ἐξάγω]] ἔξω, [[ἐπεκτείνω]], ἐξαγαγὼν ἔξω τὴν αἱμασιάν, ἵνα τὰ δένδρα τῆς ὁδοῦ ποιήσειεν [[εἴσω]] Δημ. 1278. 3· οὕτω, μείζων γὰρ ὁ [[περίβολος]] [[πανταχῇ]] ἐξήχθη τῆς πόλεως, «[[καθότι]] ἡ περιοχὴ τοῦ τείχους ἔγινε πλέον ἐκτεταμένη τῆς παλαιᾶς [[πανταχόθεν]]» (Δούκας), Θουκ. 1. 93. 4) ἐπὶ δαπανῶν, [[ἐξέρχομαι]] τοῦ μετρίου, καὶ τὰ ἀναλώματα τῶν τε ἐχόντων ἐπὶ πλεῖστον ὑπ’ ἀσωτίας ἐξηγμένα, ηὐξημένα, Δίων Κ. 43. 25. ΙΙΙ. [[παράγω]], οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Σοφ. Ἀποσπ. 717· [[προκαλῶ]], [[διεγείρω]], δάκρυ τινὶ Εὐρ. Ἱκ. 770· οὕτω καὶ ἐπὶ ἱδρῶτος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. - Μέσ., γέλωτα ἐξάγεσθαι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15· μακρὰ ἆθλα πολλοὺς πόνους ἐξάγεται, συνεπάγεται, ὁ [[αὐτός]] Ἱέρων 9. 11. IV. ἄγω, [[παρασύρω]], ἔγνωκα καὐτός, ἀλλ’ [[ἔρως]] τις ἐξάγει Εὐρ. Ἄλκ. 1080, Ἱκ. 79· κινῶ τινα εἴς τι, καὶ μή γ’ ἐπ’ οἶκτόν μ’ ἔξαγ’ οὗ ’λελήσμεθα ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 361, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 1211· ὠθῶ, ἐς κινδύνους Θουκ. 3. 45· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, παρακινῶ, [[φέρω]] εἰς πειρασμόν, [[ὥστε]] εἰπεῖν Θέογν. 414· ἐξάγειν ἐπὶ τὰ πονηρότερα τὸν ὄχλον Θουκ. 6. 89· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 775, Πλούτ. 922F. - Παθ., παρακινοῦμαι νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., ἐξήχθην ὀλοφύρασθαι Λυσ. 196. 15· [[ταῦτα]]... ἐξήχθημεν εἰπεῖν Πλάτ. Πολ. 572Β, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 21· ἃ μὲν ἄν τις ἐξαχθῇ πρᾶξαι Δημ. 527. 16, πρβλ. 538. 22· ἀπολ., παραφέρομαι ὑπὸ πάθους, Δείναρχ. 92. 3· ὑπὸ τοῦ θυμοῦ Παυσ. 5. 17, 4, κτλ. 2) [[ἐκτοπίζω]], [[παρεκτρέπω]] τὸν λόγον, οἱ εἰς ἄλλας ὑποθέσεις ἐξάγοντες Πλούτ. 2. 42F· βάλλω εἰς πρᾶξιν, ἐκτελῶ, εἰς [[ἔργον]] ἐξαγαγεῖν τὸ [[πρόβλημα]] ὁ αὐτ. Μάρκελ. 14· πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν διάλεκτον ἐξάγειν [[τοὔνομα]], ἐξακριβοῦν, Λατ. exigere ad.., ὁ αὐτ. Νουμ. 13· ἐμαυτὸν [[οὕτως]] [[ἐξάγω]], [[ἐκφράζω]] τὰς ἐπιθυμίας μου, Διογ. Λ. 5. 72. V. ἐξασκῶ, ἀρχὴν Διον. Ἁλ. 2. 56. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐξάξω, <i>ao.</i> ἐξήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> mener hors de :<br /><b>1</b> emmener avec soi : μάχης [[ἐξ]]. τινά IL emmener qqn hors du combat ; ἐπὶ θήραν XÉN à la chasse ; <i>abs.</i> ἐξάγειν XÉN emmener des troupes ; τήνδε τὴν ὁδὸν ἐξήγαγε SOPH il (m’)a emmené par le chemin que voici;<br /><b>2</b> vendre au dehors, exporter;<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> enlever furtivement;<br /><b>4</b> <i>avec idée de violence</i> faire sortir violemment : [[ἐξ]]. ἑαυτὸν [[τοῦ]] βίου PLUT, [[τοῦ]] [[ζῆν]] PLUT se tuer ; <i>t. de méd.</i> faire évacuer, purger;<br /><b>5</b> <i>fig.</i> mettre hors de soi : [[ἐξ]]. [[ἐπί]] [[τι]] τὸν ὄχλον THC exciter la foule à qch ; [[ἐς]] κινδύνους THC précipiter qqn au milieu des dangers ; <i>Pass.</i> se laisser emporter (par la passion);<br /><b>6</b> pousser au dehors, <i>càd</i> étendre, élargir : περίβολον THC un mur d’enceinte;<br /><b>7</b> faire sortir du droit chemin, faire dévier : τὸ [[ὕδωρ]] XÉN détourner l’eau;<br /><b>8</b> produire au dehors, à la lumière du jour;<br /><b>II.</b> <i>intr. en apparence (s.e.</i> ἑαυτόν <i>ou</i> στρατόν);<br /><b>1</b> partir pour une expédition;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> sortir;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐξάγομαι attirer à soi ; provoquer, faire naître : γέλωτα provoquer le rire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἄγω]]. | |||
}} | }} |