Anonymous

ἐξάγω: Difference between revisions

From LSJ
7,926 bytes added ,  5 August 2017
6_13a
(13_7_3)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0862.png Seite 862]] (s. [[ἄγω]]), 1) herausführen; Hom. immer von lebenden Wesen; κούρην, aus dem Zelte, Il. 1, 337; μάχης δ' ἐξήγαγε θοῦρον Ἄρηα 5, 35; Ἄργεος ἐξαγαγόντες 13, 379; τὸν [[Εἰλείθυια]] ἐξάγαγε πρὸ [[φόωσδε]] 16, 188, sie brachte ihn ans Tageslicht heraus; ἔκ τινος, Od. 8, 106. So Folgde, Soph. O. C. 830; Ar. Ran. 352 u. in Prosa; ἐπὶ θήραν, auf die Jagd ausführen, Xen. Cyr. 1, 4, 14; τήνδε τὴν ὁδὸν ἐξήγαγέ με Soph. O. C. 98. Bes. das Heer, Soldaten aus dem Lager herausführen, ausrücken lassen, Xen. Cyr. 1, 3, 30 An. 1, 5, 17 u. oft; auch mit ausgelassenem acc., scheinbar intrans., ausrücken, wie Il. 7, 336 τύμβον χεύομεν ἐξαγαγόντες von Eust. erkl. wird, nachdem wir aus dem Lager ausgerückt sind; vgl. Xen. An. 6, 4, 36 Hell. 6, 5, 18; – Einen herausführen, um ihn zu tödten, Her. 6, 91; Xen. An. 1, 6, 10 Hell. 6, 4, 37; ἑαυτὸν τοῦ βίου, sich aus dem Leben herausführen, sich das Leben nehmen, Plut. X oratt. Isocr. p. 239; ἐκ τοῦ ζῆν Pol. 40, 3, 5 u. a. Sp.; ohne diesen Zusatz, Plut. Dem. et Ant. 6; [[νόσος]] αὐτοὺς ἐξήγαγεν, ließ sie sterben, Brut. 47. – Von leblosen Dingen, τὴν ὁδὸν στενωτέραν ποιήσας ἐξαγαγὼν ἔξω τὴν αἱμασιάν, indem er die Hecken hinausrückte, Dem. 35, 22; vgl. Thuc. 1, 43 μείζων γὰρ ὁ [[περίβολος]] [[πανταχῆ]] ἐξήχθη τῆς πόλεως. Vom Wasser, ableiten, Xen. Oec. 20, 12 Dem. 55, 18. Bei den Aerzten = vertreiben, z. B. ἕλ μινθας, Diosc.; abführen, purgiren, Plut. san. tu. p. 401. – 21 außer Landes führen, zum Verkauf; εἰς Κόρινθον ἐντευθενὶ [[ἀνδράποδον]] ἐξήγαγεν, ἐκεῖθενδὲ παιδίσκην ἀστῆς ἐξαγαγὼν ἁλίσκεται Lys. 13, 67; so auch von leblosen Dingen, [[σῖτον]] [[παρά]] τινος Dem. Lpt. 32; πολλὰ τάλαντα ἐκ τῆς πόλεως Thuc. 6, 31; Ar. Equ. 278. 282; [[μήτε]] ἐξαγομένων χρημάτων, [[μήτε]] εἰσαγομένων Plat. Legg. VIII, 847 b; auch A., bes. von Handelsgegenständen. – 3) hervorbringen, veranlassen; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. frg. 207; [[δάκρυ]] τινί, Einem Thränen entlocken, Eur. Suppl. 793; auch im med., μικρὰ ἆθλα πολλοὺς πόνους ἐξάγεται, kleine Belohnungen regen zu großen Anstrengungen an, Xen. Hier. 9, 11; γέλωτα ἐξάγεσθαι ἔκ τινος, Einen zum Lachen bringen, Cyr. 2, 2, 15. – Oft übertragen, bes. im pass., sich verleiten lassen, gew. mit tadelndem Nebenbegriff, über die Gränzen hinaus, fortreißen, [[οὐδέ]] με [[οἶνος]] ἐξάγει ὥστ' εἰπεῖν δεινὸν [[ἔπος]] περὶ σοῦ Theogn. 414; [[ἔρως]] [[τίς]] μ' ἐξάγει Eur. Alc. 1080; ἐπ' οἶκτον Ion 361; ἐπὶ τὰ πονηρότερα ἐξῆγον τὸν ὄχλον Thuc. 6, 89; ἐς κινδύνους 3, 45; ταῦτα ἐπὶ [[πλέον]] ἐξήχθημεν εἰπεῖν Plat. Rep. VII, 572 b; ἐὰν ἐξαχθῶ τι λέγειν Aesch. 1, 37; ταῦτα μὲν ἐξήχθην ὀλοφύρασθαι Lys. 2, 61; ἐξάγομαι γάρ, parenthetisch, Din. 1, 15, ich werde heftig, gerathe in Leidenschaft; auch Sp., τὰ ἀναλώματα ἐπὶ πλεῖστον ἐξηγμένα, gesteigert, D. C. 43, 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0862.png Seite 862]] (s. [[ἄγω]]), 1) herausführen; Hom. immer von lebenden Wesen; κούρην, aus dem Zelte, Il. 1, 337; μάχης δ' ἐξήγαγε θοῦρον Ἄρηα 5, 35; Ἄργεος ἐξαγαγόντες 13, 379; τὸν [[Εἰλείθυια]] ἐξάγαγε πρὸ [[φόωσδε]] 16, 188, sie brachte ihn ans Tageslicht heraus; ἔκ τινος, Od. 8, 106. So Folgde, Soph. O. C. 830; Ar. Ran. 352 u. in Prosa; ἐπὶ θήραν, auf die Jagd ausführen, Xen. Cyr. 1, 4, 14; τήνδε τὴν ὁδὸν ἐξήγαγέ με Soph. O. C. 98. Bes. das Heer, Soldaten aus dem Lager herausführen, ausrücken lassen, Xen. Cyr. 1, 3, 30 An. 1, 5, 17 u. oft; auch mit ausgelassenem acc., scheinbar intrans., ausrücken, wie Il. 7, 336 τύμβον χεύομεν ἐξαγαγόντες von Eust. erkl. wird, nachdem wir aus dem Lager ausgerückt sind; vgl. Xen. An. 6, 4, 36 Hell. 6, 5, 18; – Einen herausführen, um ihn zu tödten, Her. 6, 91; Xen. An. 1, 6, 10 Hell. 6, 4, 37; ἑαυτὸν τοῦ βίου, sich aus dem Leben herausführen, sich das Leben nehmen, Plut. X oratt. Isocr. p. 239; ἐκ τοῦ ζῆν Pol. 40, 3, 5 u. a. Sp.; ohne diesen Zusatz, Plut. Dem. et Ant. 6; [[νόσος]] αὐτοὺς ἐξήγαγεν, ließ sie sterben, Brut. 47. – Von leblosen Dingen, τὴν ὁδὸν στενωτέραν ποιήσας ἐξαγαγὼν ἔξω τὴν αἱμασιάν, indem er die Hecken hinausrückte, Dem. 35, 22; vgl. Thuc. 1, 43 μείζων γὰρ ὁ [[περίβολος]] [[πανταχῆ]] ἐξήχθη τῆς πόλεως. Vom Wasser, ableiten, Xen. Oec. 20, 12 Dem. 55, 18. Bei den Aerzten = vertreiben, z. B. ἕλ μινθας, Diosc.; abführen, purgiren, Plut. san. tu. p. 401. – 21 außer Landes führen, zum Verkauf; εἰς Κόρινθον ἐντευθενὶ [[ἀνδράποδον]] ἐξήγαγεν, ἐκεῖθενδὲ παιδίσκην ἀστῆς ἐξαγαγὼν ἁλίσκεται Lys. 13, 67; so auch von leblosen Dingen, [[σῖτον]] [[παρά]] τινος Dem. Lpt. 32; πολλὰ τάλαντα ἐκ τῆς πόλεως Thuc. 6, 31; Ar. Equ. 278. 282; [[μήτε]] ἐξαγομένων χρημάτων, [[μήτε]] εἰσαγομένων Plat. Legg. VIII, 847 b; auch A., bes. von Handelsgegenständen. – 3) hervorbringen, veranlassen; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. frg. 207; [[δάκρυ]] τινί, Einem Thränen entlocken, Eur. Suppl. 793; auch im med., μικρὰ ἆθλα πολλοὺς πόνους ἐξάγεται, kleine Belohnungen regen zu großen Anstrengungen an, Xen. Hier. 9, 11; γέλωτα ἐξάγεσθαι ἔκ τινος, Einen zum Lachen bringen, Cyr. 2, 2, 15. – Oft übertragen, bes. im pass., sich verleiten lassen, gew. mit tadelndem Nebenbegriff, über die Gränzen hinaus, fortreißen, [[οὐδέ]] με [[οἶνος]] ἐξάγει ὥστ' εἰπεῖν δεινὸν [[ἔπος]] περὶ σοῦ Theogn. 414; [[ἔρως]] [[τίς]] μ' ἐξάγει Eur. Alc. 1080; ἐπ' οἶκτον Ion 361; ἐπὶ τὰ πονηρότερα ἐξῆγον τὸν ὄχλον Thuc. 6, 89; ἐς κινδύνους 3, 45; ταῦτα ἐπὶ [[πλέον]] ἐξήχθημεν εἰπεῖν Plat. Rep. VII, 572 b; ἐὰν ἐξαχθῶ τι λέγειν Aesch. 1, 37; ταῦτα μὲν ἐξήχθην ὀλοφύρασθαι Lys. 2, 61; ἐξάγομαι γάρ, parenthetisch, Din. 1, 15, ich werde heftig, gerathe in Leidenschaft; auch Sp., τὰ ἀναλώματα ἐπὶ πλεῖστον ἐξηγμένα, gesteigert, D. C. 43, 25.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξάγω''': μέλλ. -ξω, ἄγω ἔξω: Ι. ἐπὶ προσώπων, τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] γεν. τόπου, πόληος, μεγάροιο, ὁμίλου, μάχης, κτλ., Ὅμ., ἰδίως ἐν Ἰλ.· ἢ [[μετὰ]] τῆς προθ. ἐκ..., ὡς ἐν Ὀδ. Θ. 106, Υ. 21· [[οὕτως]], ἐξάξειν ἐκ χώρης Ἡρόδ. 4. 148 κ. ἀλλ.· Ἄργεος ἐξαγαγόντες, ἀγαγόντες ἐκ τοῦ Ἄργους, Ἰλ. 379· [[φέρω]] εἰς τὸν κόσμον, τόν γε [[μογοστόκος]] [[Εἰλείθυια]] ἐξάγαγε πρὸ [[φόωσδε]] Ἰλ. Π. 188· ἐξ Λυδοὺς ἐς μάχην Ἡρόδ. 1. 79, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 6. 6, 36, κτλ.· ἄγω τινὰ ἔξω ἐπὶ θανάτῳ, ἐξαγαγόντες (τὸν Κώην) κατέλευσαν Ἡρόδ. 5. 38· [[εἶτα]] δὲ ἐξῆγον αὐτὸν οἷς προσετάχθη Ξεν. Ἀν. 1. 6, 10, κτλ.· ἐπὶ θήραν ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 4, 14· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., τήνδε τὴν ὁδόν... ἐξήγαγέ με Σοφ. Ο. Κ. 96. β) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἐξάγουσι (ἐξυπ. τὸν στρατὸν) Ξεν. Ἑλλ. 4. 5. 14., 5. 4, 38, κτλ., πρβλ. [[ἐξακτέον]]· [[καθόλου]], [[ἐξέρχομαι]], καὶ [[οὕτως]] ἐξάγει ὡς ἐπὶ θήραν παρεσκευασμένος ὁ αὐτ. Κύρ. 2. 4, 18· ἐξῆγεν ἀεὶ εἰς προνομὰς [[αὐτόθι]] 6. 1, 24· [[οὕτως]] [[ἅπαξ]] καὶ παρ’ Ὁμ., τύμβον... ἕνα χεύομεν ἐξαγαγόντες ἄκριτον ἐκ πεδίου, «τάφον δέ... ἕνα διὰ χώματος ποιήσωμεν ἐκπορευθέντες ἔξω τῆς πεδιάδος, ἄκριτον, [[ἤτοι]] μὴ καθέκαστον τῶν τεθνηκότων διακρινόμενον, χωριζόμενον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 336· «ἐξαγαγόντες ἀντὶ τοῦ ἐξελθόντες, ἐκπορευθέντες» Εὐστ. 684, 12 (ὁ Heyne καὶ ἄλλοι συνδέουσι τὸ ἐξαγαγόντες [[μετὰ]] τῶν ἑπομένων λέξεων ἄκριτον ἐκ πεδίου καὶ ἑρμηνεύουσιν: ἐγείρωμεν τύμβον συσσωρεύσαντες [[χῶμα]] ἐκ τῆς πεδιάδος, ἀλλ’ ὁ Ὅμ. [[οὐδέποτε]] μεταχειρίζεται τὴν ἐπὶ πραγμάτων, ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ). 2) [[ἐξάγω]], [[ἀπαλλάσσω]] ἔκ τινος, ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγον Πίνδ. Π. 3. 91· ἐξάγειν τινὰ ἐκ τοῦ ζῆν, δηλαδὴ φονεύειν, Πολύβ. 24. 12, 13· οἱ μὲν γὰρ ἐκ τοῦ ζῆν παραλόγως αὑτοὺς ἐξῆγον, ἐφόνευον ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 40. 3, 5· τοῦ ζῆν Πλούτ. 2. 1076Β· τοῦ βίου [[αὐτόθι]] 837Ε· τοῦ σώματος ὁ αὐτὸς Δημ. καὶ Ἀντ. Σύγκρ. 6· ἀμεταβ., [[παρέρχομαι]], οἱ μεγάλοι πόνοι συντόμως ἐξάγουσι Πλούτ. 2. 36Β. 3) [[ἐκβάλλω]] τινὰ ἐκ κτήματος ἔχοντα ἀξιώσεις ἐπ’ [[αὐτοῦ]] (πρβλ. ἐξαγωγὴ ΙΙ), Δημ. 533 ἐν τέλ. κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κλ., [[ἐξάγω]], [[κάμνω]] ἐξαγωγήν, ναυβάτην φορτηγόν, [[ὅστις]] ῥῶπον ἐξάγει χθονὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 256, Ἀριστοφ. Ἱπ. 378, 282, κτλ.· εἴ τις ἐξαγαγὼν παῖδα ληφθείη, ἐξαγαγὼν αὐτὸν ὡς δοῦλον, Λυσ. 117. 2· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀνδοκ. 21. 14. - Παθ., τὰ ἐξαγόμενα, δηλαδὴ ἐμπορεύματα, κτλ., Ξεν. Πόροι 3. 2, κλ.· [[οὔτε]] γὰρ ἐξήγετο οὐδέν, οὐδ’ εἰσήγετο Δημ. 276. 5. 2) ἐπὶ [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] ὑγρᾶς γῆς, [[ἐξάγω]], ἀφαιρῶ ἐξ αὐτῆς (τὸ περιττὸν [[ὕδωρ]]), ὡς τὸ [[ὕδωρ]] ἐξάγεται τάφροις, διὰ τάφρων, Ξεν. Οἰκ. 20. 12, Δημ. 1276, 7· [[οὕτως]] ἐπὶ καθαρτικῶν φαρμάκων, [[ἐκβάλλω]], πλείονα ποιοῦσι περίττωσιν ἢ ἐξάγουσι Πλούτ. 2. 134C, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5. 3) ἐπὶ οἰκοδομῆς, [[ἐξάγω]] ἔξω, [[ἐπεκτείνω]], ἐξαγαγὼν ἔξω τὴν αἱμασιάν, ἵνα τὰ δένδρα τῆς ὁδοῦ ποιήσειεν [[εἴσω]] Δημ. 1278. 3· οὕτω, μείζων γὰρ ὁ [[περίβολος]] [[πανταχῇ]] ἐξήχθη τῆς πόλεως, «[[καθότι]] ἡ περιοχὴ τοῦ τείχους ἔγινε πλέον ἐκτεταμένη τῆς παλαιᾶς [[πανταχόθεν]]» (Δούκας), Θουκ. 1. 93. 4) ἐπὶ δαπανῶν, [[ἐξέρχομαι]] τοῦ μετρίου, καὶ τὰ ἀναλώματα τῶν τε ἐχόντων ἐπὶ πλεῖστον ὑπ’ ἀσωτίας ἐξηγμένα, ηὐξημένα, Δίων Κ. 43. 25. ΙΙΙ. [[παράγω]], οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Σοφ. Ἀποσπ. 717· [[προκαλῶ]], [[διεγείρω]], δάκρυ τινὶ Εὐρ. Ἱκ. 770· οὕτω καὶ ἐπὶ ἱδρῶτος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. - Μέσ., γέλωτα ἐξάγεσθαι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15· μακρὰ ἆθλα πολλοὺς πόνους ἐξάγεται, συνεπάγεται, ὁ [[αὐτός]] Ἱέρων 9. 11. IV. ἄγω, [[παρασύρω]], ἔγνωκα καὐτός, ἀλλ’ [[ἔρως]] τις ἐξάγει Εὐρ. Ἄλκ. 1080, Ἱκ. 79· κινῶ τινα εἴς τι, καὶ μή γ’ ἐπ’ οἶκτόν μ’ ἔξαγ’ οὗ ’λελήσμεθα ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 361, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 1211· ὠθῶ, ἐς κινδύνους Θουκ. 3. 45· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, παρακινῶ, [[φέρω]] εἰς πειρασμόν, [[ὥστε]] εἰπεῖν Θέογν. 414· ἐξάγειν ἐπὶ τὰ πονηρότερα τὸν ὄχλον Θουκ. 6. 89· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 775, Πλούτ. 922F. - Παθ., παρακινοῦμαι νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., ἐξήχθην ὀλοφύρασθαι Λυσ. 196. 15· [[ταῦτα]]... ἐξήχθημεν εἰπεῖν Πλάτ. Πολ. 572Β, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 21· ἃ μὲν ἄν τις ἐξαχθῇ πρᾶξαι Δημ. 527. 16, πρβλ. 538. 22· ἀπολ., παραφέρομαι ὑπὸ πάθους, Δείναρχ. 92. 3· ὑπὸ τοῦ θυμοῦ Παυσ. 5. 17, 4, κτλ. 2) [[ἐκτοπίζω]], [[παρεκτρέπω]] τὸν λόγον, οἱ εἰς ἄλλας ὑποθέσεις ἐξάγοντες Πλούτ. 2. 42F· βάλλω εἰς πρᾶξιν, ἐκτελῶ, εἰς [[ἔργον]] ἐξαγαγεῖν τὸ [[πρόβλημα]] ὁ αὐτ. Μάρκελ. 14· πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν διάλεκτον ἐξάγειν [[τοὔνομα]], ἐξακριβοῦν, Λατ. exigere ad.., ὁ αὐτ. Νουμ. 13· ἐμαυτὸν [[οὕτως]] [[ἐξάγω]], [[ἐκφράζω]] τὰς ἐπιθυμίας μου, Διογ. Λ. 5. 72. V. ἐξασκῶ, ἀρχὴν Διον. Ἁλ. 2. 56.
}}
}}