3,277,759
edits
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπάρχω''': μέλλ. -ξω, εἶμαι ἄρχων, [[διοικητής]] τινος, τῆς χώρας Ξεν. Κύρ. 4. 6, 2· τῶν ὁμόρων Ἰσοκρ. 69Ε. πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 116Ε· [[ὡσαύτως]] κατὰ δοτ., Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 6. 19, 6: - ἀπολ., ὁ ἐπάρχων = [[ἔπαρχος]], Ἡρῳδιαν. 4. 12· ἐπὶ τοῦ ὑπατικοῦ ἀξιώματος, Πλουτ. Σύλλ. 8. 2) ἄρχω, [[ὑποτάσσω]] [[προσέτι]] εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, ἄλλου μὲν οὐδενὸς δύναιτ’ ἂν ἔθνους ἐπάρξαι Ξεν. Κύρ. 1. 1, 4. ΙΙ. τὸ Μέσ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει ἐπάρξασθαι δεπάεσσιν: αὕτη ἡ [[φράσις]], ὡς τὸ [[ἀπάρχομαι]], κατάρχομαι, εἶχε θρησκευτικὴν ἢ ἱεροτελεστικὴν σημασίαν, συσχετιζομένη πρὸς τὰς εἰς τοὺς θεοὺς προσφερομένας σπονδάς: τοῦτο φαίνεται σαφέστατα ἐκ τῆς Ὀδ. Σ. 417, [[οἰνοχόος]] μὲν ἐπαρξάσθω δεπάεσσιν, [[ὄφρα]] σπείσαντες κατακείομεν, ἂς ἀρχίσῃ νὰ χύνῃ [[οἶνον]] εἰς τὰ ποτήρια, πρβλ. Φ. 263: - ἐν συνόλῳ ἡ [[πρᾶξις]] αὕτη εἶχεν ὡς ἑξῆς: οἱ ὑπηρέται ἀνεμίγνυον τὸν [[οἶνον]] ἐντὸς μεγάλων κρατήρων, ἀκολούθως ἐλάμβανον διὰ κυάθου, [[ἤτοι]] οἰνοχόης, ἐκ τῶν κρατήρων κεκραμένον [[οἶνον]] καὶ ἔχυνον ὀλίγον εἰς ἕκαστον [[ποτήριον]] [[χάριν]] σπονδῆς, καὶ [[μετὰ]] τούτο ἔδιδον εἰς τοὺς παρόντας νὰ πίωσιν: Ποντόνοος... [[οἶνον]] ἐκίρνα, νώμησεν δ’ ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενος δεπάεσσιν (ἀφοῦ κατὰ πρῶτον ἔχυσεν ὀλίγον εἰς τὰ ποτήρια)· αὐτὰρ [[ἐπεὶ]] σπεῖσάν τ’ ἔπιόν θ’, ὅσον ἤθελε [[θυμός]], κτλ., Ὀδ. ΙΙ. 182· πρβλ. τοὺς [[συχνάκις]] ἐπαναλαμβανομένους στίχους: κοῦροι... κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, νώμησαν δ’ ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν Ἰλ. Α. 471, Ὀδ. Γ. 340, Φ. 272: - ἡ ἐπὶ σημαίνει [[ἐνταῦθα]] τὸ αὐτὸ τῷ [[ἐπισταδόν]], κατὰ σειράν: - ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ., Nitzsch. Ὀδ. Γ. 340, Η. 182. 2) [[καθόλου]], [[προσφέρω]], [[νέκταρ]] τε καὶ ἀμβροσίην χερσὶν ἐπήρξατο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 125· [[οὕτως]] ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2144, ἐπάρχεσθαι δὲ τοὺς χοροὺς χορείας τῷ Διονύσῳ. | |lstext='''ἐπάρχω''': μέλλ. -ξω, εἶμαι ἄρχων, [[διοικητής]] τινος, τῆς χώρας Ξεν. Κύρ. 4. 6, 2· τῶν ὁμόρων Ἰσοκρ. 69Ε. πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 116Ε· [[ὡσαύτως]] κατὰ δοτ., Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 6. 19, 6: - ἀπολ., ὁ ἐπάρχων = [[ἔπαρχος]], Ἡρῳδιαν. 4. 12· ἐπὶ τοῦ ὑπατικοῦ ἀξιώματος, Πλουτ. Σύλλ. 8. 2) ἄρχω, [[ὑποτάσσω]] [[προσέτι]] εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, ἄλλου μὲν οὐδενὸς δύναιτ’ ἂν ἔθνους ἐπάρξαι Ξεν. Κύρ. 1. 1, 4. ΙΙ. τὸ Μέσ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει ἐπάρξασθαι δεπάεσσιν: αὕτη ἡ [[φράσις]], ὡς τὸ [[ἀπάρχομαι]], κατάρχομαι, εἶχε θρησκευτικὴν ἢ ἱεροτελεστικὴν σημασίαν, συσχετιζομένη πρὸς τὰς εἰς τοὺς θεοὺς προσφερομένας σπονδάς: τοῦτο φαίνεται σαφέστατα ἐκ τῆς Ὀδ. Σ. 417, [[οἰνοχόος]] μὲν ἐπαρξάσθω δεπάεσσιν, [[ὄφρα]] σπείσαντες κατακείομεν, ἂς ἀρχίσῃ νὰ χύνῃ [[οἶνον]] εἰς τὰ ποτήρια, πρβλ. Φ. 263: - ἐν συνόλῳ ἡ [[πρᾶξις]] αὕτη εἶχεν ὡς ἑξῆς: οἱ ὑπηρέται ἀνεμίγνυον τὸν [[οἶνον]] ἐντὸς μεγάλων κρατήρων, ἀκολούθως ἐλάμβανον διὰ κυάθου, [[ἤτοι]] οἰνοχόης, ἐκ τῶν κρατήρων κεκραμένον [[οἶνον]] καὶ ἔχυνον ὀλίγον εἰς ἕκαστον [[ποτήριον]] [[χάριν]] σπονδῆς, καὶ [[μετὰ]] τούτο ἔδιδον εἰς τοὺς παρόντας νὰ πίωσιν: Ποντόνοος... [[οἶνον]] ἐκίρνα, νώμησεν δ’ ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενος δεπάεσσιν (ἀφοῦ κατὰ πρῶτον ἔχυσεν ὀλίγον εἰς τὰ ποτήρια)· αὐτὰρ [[ἐπεὶ]] σπεῖσάν τ’ ἔπιόν θ’, ὅσον ἤθελε [[θυμός]], κτλ., Ὀδ. ΙΙ. 182· πρβλ. τοὺς [[συχνάκις]] ἐπαναλαμβανομένους στίχους: κοῦροι... κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, νώμησαν δ’ ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν Ἰλ. Α. 471, Ὀδ. Γ. 340, Φ. 272: - ἡ ἐπὶ σημαίνει [[ἐνταῦθα]] τὸ αὐτὸ τῷ [[ἐπισταδόν]], κατὰ σειράν: - ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ., Nitzsch. Ὀδ. Γ. 340, Η. 182. 2) [[καθόλου]], [[προσφέρω]], [[νέκταρ]] τε καὶ ἀμβροσίην χερσὶν ἐπήρξατο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 125· [[οὕτως]] ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2144, ἐπάρχεσθαι δὲ τοὺς χοροὺς χορείας τῷ Διονύσῳ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἐπῆρχον, <i>f.</i> ἐπάρξω, <i>ao.</i> [[ἐπῆρξα]];<br />commander jusqu’à, étendre son pouvoir sur ; commander à, avoir autorité sur, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπάρχομαι (<i>ao.</i> ἐπηρξάμην) <i>t. de rituel</i> : ἐπάρξασθαι δεπάεσσιν IL commencer à verser à la ronde dans des coupes, <i>càd</i> verser la première part de vin pour la libation au dieu (<i>après quoi on servait le vin à boire</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἄρχω]]. | |||
}} | }} |