3,273,773
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρᾰσύς''': -εῖα, ύ θηλ. θρασέα [[χάριν]] τοῦ μέτρου, Φιλήμ. Γάμ. 4∙ (ἴδε ἐν τέλ.)∙ - [[θαρραλέος]], [[τολμηρός]], [[γενναῖος]], Λατιν. audax, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Θ. 89. κτλ.∙ τοῦ Ὀδυσσέως (κατωτ. 2)∙ τοῦ Λαογόνου, ΙΙ. 604∙ [[ὡσαύτως]], θρ. [[πόλεμος]] Ζ. 254, Κ. 28, Ὀδ. Δ. 146∙ θρασειάων ἀπὸ χειρῶν Ε. 434, Ἰλ. Ρ. 662, κ. ἀλλ.∙ θρ. καρδία Πίνδ. Π. 10. 69∙ ποὺς Ἀριστοφ. Βατρ. 330∙ ἐν τῷ ἔργῳ θρασὺς Ἡρόδ. 7. 49∙ θρ. τόξοισι Αἰσχύλ. Πρ. 871∙ ἡ ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος, πεποιθήσεως [[πλήρης]], Θουκ. 7. 77∙ θρασὺς τὸ [[ἦθος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 11. 27. 2) τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[τολμηρός]], [[ὁρμητικός]], [[ῥιψοκίνδυνος]], Λατ. audax, σὺν δ’ ὁ θρασὺς εἵπετ’ Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Κ. 436 (Σχολ. [[προπετής]])∙ Γοργόνες Πίνδ. Π. 12. 13∙ - οὕτω κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Ἀττ., [[τολμηρός]], [[αὐθάδης]], ἀλαζών, Αἰσχύλ. Πρ. 178∙ Ἄρης... πρὸς ἀλλήλους θρ., ἐπὶ ἐμφυλίου πολέμου, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 863∙ γλώσσῃ θρασὺς Σοφ. Αἴ. 1142∙ ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Θιλ. 1307∙ ἐπὶ τῶν λόγων Δημ. 1411. 19∙ ἀνομίᾳ θρασὺς Εὐρ. Ι. Τ. 275∙ πονηρὸς εἶ καὶ θρ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 181∙ θρασεῖς καὶ ἄδικοι καὶ ὑβρισταὶ Πλάτ. Νόμ. 630Β∙ ὁ θρ. [[ἀλαζὼν]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 8∙ ὅμοιόν τι ἔχει.. ὁ θρ. τῷ θαρραλέῳ [[αὐτόθι]] 7. 9. 2∙ - τὸ μὴ θρασύ, ἡ [[μετριοφροσύνη]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 197. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[πρᾶγμα]] τὸ ὁποῖον τολμᾷ τις, μετ’ ἀπαρ., θρασύ μοι τόδ’ εἰπεῖν, τολμῶ νὰ εἴπω τοῦτο, Πίνδ. Ν. 7. 74∙ οὐκ ἆρ’ ἐκείνῳ προσμῖξαι θρασύ; Σοφ. Φιλ. 106. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. - έως∙ Συγκρ. θρασύτερον, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] θρασέως, Θουκ. 8. 103∙ Ὑπερθετ. θρασύτατα (ἢ -άτως), Διόδ. 17. 44. (Ἐκ τῆς √ΘΑΡΣ ἢ ΘΡΑΣ παράγονται τὰ [[θάρσος]], [[θαρσέω]], [[θράσος]], [[θαρσύνω]], κτλ., καὶ [[ἴσως]] τὸ θερσίτης∙ πρβλ. Σανσκ. darsh, darshnômi (audeo), darshtas (audax)∙ Γοθ. ga-daursan (θαρρεῖν)∙ Ἀγγλο-Σαξον. dear (Ἀγγλ. dare)∙ Ἀρχ. Γερμ. gi-tar (τολμῶ)). | |lstext='''θρᾰσύς''': -εῖα, ύ θηλ. θρασέα [[χάριν]] τοῦ μέτρου, Φιλήμ. Γάμ. 4∙ (ἴδε ἐν τέλ.)∙ - [[θαρραλέος]], [[τολμηρός]], [[γενναῖος]], Λατιν. audax, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Θ. 89. κτλ.∙ τοῦ Ὀδυσσέως (κατωτ. 2)∙ τοῦ Λαογόνου, ΙΙ. 604∙ [[ὡσαύτως]], θρ. [[πόλεμος]] Ζ. 254, Κ. 28, Ὀδ. Δ. 146∙ θρασειάων ἀπὸ χειρῶν Ε. 434, Ἰλ. Ρ. 662, κ. ἀλλ.∙ θρ. καρδία Πίνδ. Π. 10. 69∙ ποὺς Ἀριστοφ. Βατρ. 330∙ ἐν τῷ ἔργῳ θρασὺς Ἡρόδ. 7. 49∙ θρ. τόξοισι Αἰσχύλ. Πρ. 871∙ ἡ ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος, πεποιθήσεως [[πλήρης]], Θουκ. 7. 77∙ θρασὺς τὸ [[ἦθος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 11. 27. 2) τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[τολμηρός]], [[ὁρμητικός]], [[ῥιψοκίνδυνος]], Λατ. audax, σὺν δ’ ὁ θρασὺς εἵπετ’ Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Κ. 436 (Σχολ. [[προπετής]])∙ Γοργόνες Πίνδ. Π. 12. 13∙ - οὕτω κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Ἀττ., [[τολμηρός]], [[αὐθάδης]], ἀλαζών, Αἰσχύλ. Πρ. 178∙ Ἄρης... πρὸς ἀλλήλους θρ., ἐπὶ ἐμφυλίου πολέμου, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 863∙ γλώσσῃ θρασὺς Σοφ. Αἴ. 1142∙ ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Θιλ. 1307∙ ἐπὶ τῶν λόγων Δημ. 1411. 19∙ ἀνομίᾳ θρασὺς Εὐρ. Ι. Τ. 275∙ πονηρὸς εἶ καὶ θρ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 181∙ θρασεῖς καὶ ἄδικοι καὶ ὑβρισταὶ Πλάτ. Νόμ. 630Β∙ ὁ θρ. [[ἀλαζὼν]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 8∙ ὅμοιόν τι ἔχει.. ὁ θρ. τῷ θαρραλέῳ [[αὐτόθι]] 7. 9. 2∙ - τὸ μὴ θρασύ, ἡ [[μετριοφροσύνη]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 197. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[πρᾶγμα]] τὸ ὁποῖον τολμᾷ τις, μετ’ ἀπαρ., θρασύ μοι τόδ’ εἰπεῖν, τολμῶ νὰ εἴπω τοῦτο, Πίνδ. Ν. 7. 74∙ οὐκ ἆρ’ ἐκείνῳ προσμῖξαι θρασύ; Σοφ. Φιλ. 106. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. - έως∙ Συγκρ. θρασύτερον, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] θρασέως, Θουκ. 8. 103∙ Ὑπερθετ. θρασύτατα (ἢ -άτως), Διόδ. 17. 44. (Ἐκ τῆς √ΘΑΡΣ ἢ ΘΡΑΣ παράγονται τὰ [[θάρσος]], [[θαρσέω]], [[θράσος]], [[θαρσύνω]], κτλ., καὶ [[ἴσως]] τὸ θερσίτης∙ πρβλ. Σανσκ. darsh, darshnômi (audeo), darshtas (audax)∙ Γοθ. ga-daursan (θαρρεῖν)∙ Ἀγγλο-Σαξον. dear (Ἀγγλ. dare)∙ Ἀρχ. Γερμ. gi-tar (τολμῶ)). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εῖα, ύ;<br /><b>I.</b> <i>en b. part</i> :<br /><b>1</b> hardi, résolu, courageux : [[πόλεμος]] [[θρασύς]] IL combat hardi ; θρασεῖαι χεῖρες IL mains hardies ; [[ἐν]] [[τῷ]] ἔργῳ [[θρασύς]] HDT hardi dans son entreprise;<br /><b>2</b> <i>simpl.</i> confiant : ἐλπὶς θρασεῖα [[τοῦ]] μέλλοντος THC espérance confiante dans l’avenir ; qui inspire la confiance : [[οὐκ]] ἆρ’ ἐκείνῳ γ’ οὐδὲ προσμίξαι θρασύ ; SOPH n’est-il donc pas sûr de l’aborder ?;<br /><b>II.</b> <i>en mauv. part</i> :<br /><b>1</b> audacieux, arrogant, effronté;<br /><b>2</b> aventureux;<br /><i>Cp.</i> θρασύτερος.<br />'''Étymologie:''' [[θάρσος]]. | |||
}} | }} |