Anonymous

θρασύς: Difference between revisions

From LSJ
3,140 bytes added ,  5 August 2017
6_6
(13_7_2)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1216.png Seite 1216]] εῖα, ύ, fem. θρασέα Philem. in B. A. 99, 24,<b class="b2"> kühn, tapfer</b>; bei Hom. Beiwort mehrerer Helden, wie Hektor, Il. 8, 89; θρασὺς [[πόλεμος]] 6, 254. 10, 28 Od. 4, 146; θρασειάων ἀπὸ χειρῶν Il. 17, 662, öfter; [[σθένος]], [[καρδία]], Pind. N. 5, 39 P. 10, 44; ἔργα N. 10, 3; κύνες I. 1, 13; [[ἐλπίς]] Thuc. 7, 77; ἐν τῷ ἔργῳ θρ. Her. 7, 49; Aesch. Ἄρη ἐμφύλιόν τε καὶ πρὸς ἀλλήλους θρασύν, Eum. 825, öfter; im tadelnden Sinne, wie öfter bei den Folgdn, <b class="b2">frech</b>, φθογγῇ δ' ἑπέσθω [[πρῶτα]] μὲν τὸ μὴ θρασύ Suppl. 194; ἄνδρα γλώσσῃ θρασύν Soph. Ai. 1121; ἔν τινι 1294; κακοὺς ὄντας πρὸς αἰχμήν, ἐν δὲ τοῖς λόγοις θρασεῖς Phil. 1291, öfter, vgl. El. 511. 1438; Phil. 106 οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προσμῖξαι θρασύ, gefahrlos, <b class="b2">sicher</b>; [[μάταιος]], ἀνομίᾳ [[θρασύς]] Eur. I. T. 275; Ar. Equ. 181 πονηρὸς εἶ καὶ [[θρασύς]]; Plat. vrbdí οἱ θρασεῖς καὶ οἱ μαινόμενοι, Prot. 360 b, u. θρ. καὶ ἄδικοι καὶ ὑβρισταί, Legg. I, 630 b; vgl. noch Lach. 197 b, wo es neben [[ἀνδρεῖος]] steht; noch mehr tadelnd, neben φθορεὺς τῶν νέων, D. L. 4, 40; Arist. eth. 2, 7 erkl. ὁ ἐν τῷ θαῤῥεῖν ὑπερβεβηκώς. Vgl. übrigens [[θράσος]]. – Adv., θρασέως Ar. Vesp. 1031, θρασύτερον Thuc. 8, 103, θρασύτατα D. Sic. 17, 44.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1216.png Seite 1216]] εῖα, ύ, fem. θρασέα Philem. in B. A. 99, 24,<b class="b2"> kühn, tapfer</b>; bei Hom. Beiwort mehrerer Helden, wie Hektor, Il. 8, 89; θρασὺς [[πόλεμος]] 6, 254. 10, 28 Od. 4, 146; θρασειάων ἀπὸ χειρῶν Il. 17, 662, öfter; [[σθένος]], [[καρδία]], Pind. N. 5, 39 P. 10, 44; ἔργα N. 10, 3; κύνες I. 1, 13; [[ἐλπίς]] Thuc. 7, 77; ἐν τῷ ἔργῳ θρ. Her. 7, 49; Aesch. Ἄρη ἐμφύλιόν τε καὶ πρὸς ἀλλήλους θρασύν, Eum. 825, öfter; im tadelnden Sinne, wie öfter bei den Folgdn, <b class="b2">frech</b>, φθογγῇ δ' ἑπέσθω [[πρῶτα]] μὲν τὸ μὴ θρασύ Suppl. 194; ἄνδρα γλώσσῃ θρασύν Soph. Ai. 1121; ἔν τινι 1294; κακοὺς ὄντας πρὸς αἰχμήν, ἐν δὲ τοῖς λόγοις θρασεῖς Phil. 1291, öfter, vgl. El. 511. 1438; Phil. 106 οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προσμῖξαι θρασύ, gefahrlos, <b class="b2">sicher</b>; [[μάταιος]], ἀνομίᾳ [[θρασύς]] Eur. I. T. 275; Ar. Equ. 181 πονηρὸς εἶ καὶ [[θρασύς]]; Plat. vrbdí οἱ θρασεῖς καὶ οἱ μαινόμενοι, Prot. 360 b, u. θρ. καὶ ἄδικοι καὶ ὑβρισταί, Legg. I, 630 b; vgl. noch Lach. 197 b, wo es neben [[ἀνδρεῖος]] steht; noch mehr tadelnd, neben φθορεὺς τῶν νέων, D. L. 4, 40; Arist. eth. 2, 7 erkl. ὁ ἐν τῷ θαῤῥεῖν ὑπερβεβηκώς. Vgl. übrigens [[θράσος]]. – Adv., θρασέως Ar. Vesp. 1031, θρασύτερον Thuc. 8, 103, θρασύτατα D. Sic. 17, 44.
}}
{{ls
|lstext='''θρᾰσύς''': -εῖα, ύ θηλ. θρασέα [[χάριν]] τοῦ μέτρου, Φιλήμ. Γάμ. 4∙ (ἴδε ἐν τέλ.)∙ - [[θαρραλέος]], [[τολμηρός]], [[γενναῖος]], Λατιν. audax, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Θ. 89. κτλ.∙ τοῦ Ὀδυσσέως (κατωτ. 2)∙ τοῦ Λαογόνου, ΙΙ. 604∙ [[ὡσαύτως]], θρ. [[πόλεμος]] Ζ. 254, Κ. 28, Ὀδ. Δ. 146∙ θρασειάων ἀπὸ χειρῶν Ε. 434, Ἰλ. Ρ. 662, κ. ἀλλ.∙ θρ. καρδία Πίνδ. Π. 10. 69∙ ποὺς Ἀριστοφ. Βατρ. 330∙ ἐν τῷ ἔργῳ θρασὺς Ἡρόδ. 7. 49∙ θρ. τόξοισι Αἰσχύλ. Πρ. 871∙ ἡ ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος, πεποιθήσεως [[πλήρης]], Θουκ. 7. 77∙ θρασὺς τὸ [[ἦθος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 11. 27. 2) τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[τολμηρός]], [[ὁρμητικός]], [[ῥιψοκίνδυνος]], Λατ. audax, σὺν δ’ ὁ θρασὺς εἵπετ’ Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Κ. 436 (Σχολ. [[προπετής]])∙ Γοργόνες Πίνδ. Π. 12. 13∙ - οὕτω κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Ἀττ., [[τολμηρός]], [[αὐθάδης]], ἀλαζών, Αἰσχύλ. Πρ. 178∙ Ἄρης... πρὸς ἀλλήλους θρ., ἐπὶ ἐμφυλίου πολέμου, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 863∙ γλώσσῃ θρασὺς Σοφ. Αἴ. 1142∙ ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Θιλ. 1307∙ ἐπὶ τῶν λόγων Δημ. 1411. 19∙ ἀνομίᾳ θρασὺς Εὐρ. Ι. Τ. 275∙ πονηρὸς εἶ καὶ θρ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 181∙ θρασεῖς καὶ ἄδικοι καὶ ὑβρισταὶ Πλάτ. Νόμ. 630Β∙ ὁ θρ. [[ἀλαζὼν]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 8∙ ὅμοιόν τι ἔχει.. ὁ θρ. τῷ θαρραλέῳ [[αὐτόθι]] 7. 9. 2∙ - τὸ μὴ θρασύ, ἡ [[μετριοφροσύνη]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 197. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[πρᾶγμα]] τὸ ὁποῖον τολμᾷ τις, μετ’ ἀπαρ., θρασύ μοι τόδ’ εἰπεῖν, τολμῶ νὰ εἴπω τοῦτο, Πίνδ. Ν. 7. 74∙ οὐκ ἆρ’ ἐκείνῳ προσμῖξαι θρασύ; Σοφ. Φιλ. 106. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. - έως∙ Συγκρ. θρασύτερον, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] θρασέως, Θουκ. 8. 103∙ Ὑπερθετ. θρασύτατα (ἢ -άτως), Διόδ. 17. 44. (Ἐκ τῆς √ΘΑΡΣ ἢ ΘΡΑΣ παράγονται τὰ [[θάρσος]], [[θαρσέω]], [[θράσος]], [[θαρσύνω]], κτλ., καὶ [[ἴσως]] τὸ θερσίτης∙ πρβλ. Σανσκ. darsh, darshnômi (audeo), darshtas (audax)∙ Γοθ. ga-daursan (θαρρεῖν)∙ Ἀγγλο-Σαξον. dear (Ἀγγλ. dare)∙ Ἀρχ. Γερμ. gi-tar (τολμῶ)).
}}
}}