Anonymous

κάρχαρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάρχᾰρος''': -ον, καὶ α, ον, Ἀλκμὰν 132·―[[κυρίως]], ὁ ἔχων τοὺς ὀδόντας ὀξεῖς, [[ὀξυόδους]], [[κάρχαρος]] [[κύων]], «ὁ κεχαραγμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας, [[ἤτοι]] κεχηνότας· νῦν δὲ τὸ [[κῆτος]]» (Σχόλ.), Λυκόφρων 34, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 16. 18· [[στόμα]] Ὀππ. Κυν. 2. 142· [[ἕρκος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἁλ. 1. 506· ὀδόντες Φιλόστρ. 841· [[δῆγμα]] Λουκ. Τραγῳδοποδ. 302· κάρχαρόν τι μειδήσας, ἐπὶ τοῦ λύκου, Βαβρ. 94. 6·―[[καθόλου]], [[ὀξύς]], [[δηκτικός]], μεταφ. ἐπὶ ἐπικρίσεως, Ἀλκμὰν ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 43· [[ῥήτωρ]] ὁ αὐτ. ἐν Μισθ. Συνόντ. 35, πρβλ. Ἀθήν. 251Ε. (Ἴδε ἐν λ. [[κραναός]]).
|lstext='''κάρχᾰρος''': -ον, καὶ α, ον, Ἀλκμὰν 132·―[[κυρίως]], ὁ ἔχων τοὺς ὀδόντας ὀξεῖς, [[ὀξυόδους]], [[κάρχαρος]] [[κύων]], «ὁ κεχαραγμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας, [[ἤτοι]] κεχηνότας· νῦν δὲ τὸ [[κῆτος]]» (Σχόλ.), Λυκόφρων 34, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 16. 18· [[στόμα]] Ὀππ. Κυν. 2. 142· [[ἕρκος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἁλ. 1. 506· ὀδόντες Φιλόστρ. 841· [[δῆγμα]] Λουκ. Τραγῳδοποδ. 302· κάρχαρόν τι μειδήσας, ἐπὶ τοῦ λύκου, Βαβρ. 94. 6·―[[καθόλου]], [[ὀξύς]], [[δηκτικός]], μεταφ. ἐπὶ ἐπικρίσεως, Ἀλκμὰν ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 43· [[ῥήτωρ]] ὁ αὐτ. ἐν Μισθ. Συνόντ. 35, πρβλ. Ἀθήν. 251Ε. (Ἴδε ἐν λ. [[κραναός]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> aux dents aiguës ; κάρχαρον μειδᾶν BABR sourire en montrant des dents aiguës, <i>càd</i> d’une manière menaçante;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> aigu, acéré.<br />'''Étymologie:''' R. Χαρ, déchirer, avec redoubl. ; cf. [[χαράσσω]].
}}
}}