3,277,180
edits
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῆμα''': τό, (λάω Β) [[θέλησις]], ἐπιθυμία, [[ἀπόφασις]], [[σκοπός]], [[σκέψις]], λ. Κορωνίδος, περιφρ. ἀντὶ τοῦ Κορωνὶς (ὡς τὰ βίη, ἴς, κτλ.), Πινδ. Π. 3. 43· λήματος [[κάκη]], [[ἀδυναμία]] θελήσεως, [[δειλία]], Αἰσχύλ. Θηβ. 616· ἥκιστα τοὐμὸν λ. ἔφυ τυραννικὸν Εὐρ. Μήδ. 348· ἐς τὸ [[κέρδος]] λ. ἔχων ἀνειμένον ὁ αὐτ. ἐν Ἡράκλ. 3, πρβλ. 199, Ἄλκ. 981, Βάκχ. 1000. ΙΙ. [[κατάστασις]] πνεύματος, [[διάθεσις]], [[ἤτοι]] καλὴ [[διάθεσις]], δηλ. 1) θάρρος, ἀποφασιστικότης, εὔτολμον ψυχῆς λ. Σιμων. 140· γενναῖον λ. Πινδ. Π. 8. 65, πρβλ. Ν. Ι. 87· [[αἴθων]] λ., [[θερμός]], [[ὑπέρθερμος]], [[πύρινος]] κατὰ τὸ θάρρος, Αἰσχύλ. Θήβ. 448· τοξουλκῷ λήματι πιστοί, πεποιθότες ἐπὶ τὴν τοξευτικὴν αὑτῶν ἱκανότητα, ὁ αὐτ. εἰς Πέρσ. 55· Ἀρείφατον λ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 146· πέτρας τὸ λ. κἀδάμαντος Εὐρ. Κύκλ. 596· λ. οὐκ. ἄτολμον Ἀριστοφ. Νεφ. 457· καθ’ Ἡρακλέα... τὸ λ. ἔχων ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 463· - ἢ 2) κακὴ [[διάθεσις]], δηλ. [[θρασύτης]], [[ἀλαζονεία]], [[αὐθάδεια]], ὅσον λ. ἔχων ἀφίκου Σοφ. Ο. Κ. 877· ὦ λῆμ’ ἀναιδὲς ὁ αὐτ. 960· σπάν. ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 122 (ἐπὶ δύο προσώπων). - Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἴωσι πεζοῖς, [[πνεῦμα]], θάρρος, [[διάθεσις]] [[πρόθυμος]], ἔργα χειρῶν τε καὶ λήματος Ἡρόδ. 5. 72· λήματος [[πλέος]] ὁ αὐτ. 111, πρβλ. 7. 99., 9. 62· καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς ἐν Διοδ., Λουκ., κτλ. | |lstext='''λῆμα''': τό, (λάω Β) [[θέλησις]], ἐπιθυμία, [[ἀπόφασις]], [[σκοπός]], [[σκέψις]], λ. Κορωνίδος, περιφρ. ἀντὶ τοῦ Κορωνὶς (ὡς τὰ βίη, ἴς, κτλ.), Πινδ. Π. 3. 43· λήματος [[κάκη]], [[ἀδυναμία]] θελήσεως, [[δειλία]], Αἰσχύλ. Θηβ. 616· ἥκιστα τοὐμὸν λ. ἔφυ τυραννικὸν Εὐρ. Μήδ. 348· ἐς τὸ [[κέρδος]] λ. ἔχων ἀνειμένον ὁ αὐτ. ἐν Ἡράκλ. 3, πρβλ. 199, Ἄλκ. 981, Βάκχ. 1000. ΙΙ. [[κατάστασις]] πνεύματος, [[διάθεσις]], [[ἤτοι]] καλὴ [[διάθεσις]], δηλ. 1) θάρρος, ἀποφασιστικότης, εὔτολμον ψυχῆς λ. Σιμων. 140· γενναῖον λ. Πινδ. Π. 8. 65, πρβλ. Ν. Ι. 87· [[αἴθων]] λ., [[θερμός]], [[ὑπέρθερμος]], [[πύρινος]] κατὰ τὸ θάρρος, Αἰσχύλ. Θήβ. 448· τοξουλκῷ λήματι πιστοί, πεποιθότες ἐπὶ τὴν τοξευτικὴν αὑτῶν ἱκανότητα, ὁ αὐτ. εἰς Πέρσ. 55· Ἀρείφατον λ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 146· πέτρας τὸ λ. κἀδάμαντος Εὐρ. Κύκλ. 596· λ. οὐκ. ἄτολμον Ἀριστοφ. Νεφ. 457· καθ’ Ἡρακλέα... τὸ λ. ἔχων ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 463· - ἢ 2) κακὴ [[διάθεσις]], δηλ. [[θρασύτης]], [[ἀλαζονεία]], [[αὐθάδεια]], ὅσον λ. ἔχων ἀφίκου Σοφ. Ο. Κ. 877· ὦ λῆμ’ ἀναιδὲς ὁ αὐτ. 960· σπάν. ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 122 (ἐπὶ δύο προσώπων). - Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἴωσι πεζοῖς, [[πνεῦμα]], θάρρος, [[διάθεσις]] [[πρόθυμος]], ἔργα χειρῶν τε καὶ λήματος Ἡρόδ. 5. 72· λήματος [[πλέος]] ὁ αὐτ. 111, πρβλ. 7. 99., 9. 62· καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς ἐν Διοδ., Λουκ., κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> force de volonté, résolution;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> <i>en b. part</i> courage;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> audace, arrogance.<br />'''Étymologie:''' *[[λάω]]. | |||
}} | }} |