3,274,159
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεθαρμόζω''': μεταγεν. Ἀττ. -όττω· μέλλ. -όσω· - [[διαφόρως]] διαθέτω, ἐπανορθῶ εἰ μή τι καιροῦ [[τυγχάνω]], μεθάρμοσον (ἐνν. με) Σοφ. Ἠλ. 31, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 12, κτλ. - Μέσ., μεθάρμοσαι νέους τρόπους, παράλαβε [[νέας]] ἕξεις, Αἰσχύλ. Πρ. 309· μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ [[πρόσθεν]] Εὐρ. Ἄλκ. 1157, πρβλ. Κόρινναν 5· μ. τὸν ἀπράγμονα βίον Διον. Ἁλ. 11. 22· μ. τὰς τραπέζας ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν, [[ἐπαναφέρω]] τὸν συνήθη τρόπον τοῦ ζῆν, Πλούτ. 2. 642F· οὕτω, μ. τι ἐς ἢ [[πρός]] τι Ἀνθ. 7. 712., 9. 584. - Παθ. καὶ μέσ., προσαρμόζομαι, [[προσαρμόζω]] ἐμαυτὸν καταλλήλως [[πρός]] τι, μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, τινος, ἔκ τινος καταστάσεως, Λουκ. Ἔρωτες 4, κτλ.· μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 53· [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. 10. 51. | |lstext='''μεθαρμόζω''': μεταγεν. Ἀττ. -όττω· μέλλ. -όσω· - [[διαφόρως]] διαθέτω, ἐπανορθῶ εἰ μή τι καιροῦ [[τυγχάνω]], μεθάρμοσον (ἐνν. με) Σοφ. Ἠλ. 31, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 12, κτλ. - Μέσ., μεθάρμοσαι νέους τρόπους, παράλαβε [[νέας]] ἕξεις, Αἰσχύλ. Πρ. 309· μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ [[πρόσθεν]] Εὐρ. Ἄλκ. 1157, πρβλ. Κόρινναν 5· μ. τὸν ἀπράγμονα βίον Διον. Ἁλ. 11. 22· μ. τὰς τραπέζας ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν, [[ἐπαναφέρω]] τὸν συνήθη τρόπον τοῦ ζῆν, Πλούτ. 2. 642F· οὕτω, μ. τι ἐς ἢ [[πρός]] τι Ἀνθ. 7. 712., 9. 584. - Παθ. καὶ μέσ., προσαρμόζομαι, [[προσαρμόζω]] ἐμαυτὸν καταλλήλως [[πρός]] τι, μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, τινος, ἔκ τινος καταστάσεως, Λουκ. Ἔρωτες 4, κτλ.· μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 53· [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. 10. 51. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> μεθήρμοσα;<br />arranger d’une autre manière, <i>particul.</i> rajuster, remettre en meilleur état, améliorer ; <i>Pass.</i> changer de situation, de sentiment, de genre de vie;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεθαρμόζομαι <i>tr.</i> changer pour améliorer : μ. νέους τρόπους ESCHL prendre de nouvelles façons d’être.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἁρμόζω]]. | |||
}} | }} |