Anonymous

μεθαρμόζω: Difference between revisions

From LSJ
6_14
(13_6a)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] umstimmen, umändern; εἰ μή τι καιροῦ [[τυγχάνω]], μεθάρμοσον, Soph. El. 31, worauf sich Suid. Erkl. ἐπανόρθωσον bezieht; med. sich ändern, μεθάρμοσαι τρόπους νέους, du, ändere dich und nimm neue Sitten an, Aesch. Prom. 309; μεθηρμόσμεθα βελτίω βίον τοῦ [[πρόσθεν]], Eur. Alc. 1160; in sp. Prosa, wie Luc. Nigr. 12; τοῦ δήμου τὴν φύσιν, Plut. reip. ger. pr. 3; auch med., μεθαρμόσασθαι τῆς ψυχῆς, Luc. Dem. enc. 46; auch πρὸς τὰ πράγματα, sich darein schicken, D. Hal. 10, 51.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] umstimmen, umändern; εἰ μή τι καιροῦ [[τυγχάνω]], μεθάρμοσον, Soph. El. 31, worauf sich Suid. Erkl. ἐπανόρθωσον bezieht; med. sich ändern, μεθάρμοσαι τρόπους νέους, du, ändere dich und nimm neue Sitten an, Aesch. Prom. 309; μεθηρμόσμεθα βελτίω βίον τοῦ [[πρόσθεν]], Eur. Alc. 1160; in sp. Prosa, wie Luc. Nigr. 12; τοῦ δήμου τὴν φύσιν, Plut. reip. ger. pr. 3; auch med., μεθαρμόσασθαι τῆς ψυχῆς, Luc. Dem. enc. 46; auch πρὸς τὰ πράγματα, sich darein schicken, D. Hal. 10, 51.
}}
{{ls
|lstext='''μεθαρμόζω''': μεταγεν. Ἀττ. -όττω· μέλλ. -όσω· - [[διαφόρως]] διαθέτω, ἐπανορθῶ εἰ μή τι καιροῦ [[τυγχάνω]], μεθάρμοσον (ἐνν. με) Σοφ. Ἠλ. 31, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 12, κτλ. - Μέσ., μεθάρμοσαι νέους τρόπους, παράλαβε [[νέας]] ἕξεις, Αἰσχύλ. Πρ. 309· μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ [[πρόσθεν]] Εὐρ. Ἄλκ. 1157, πρβλ. Κόρινναν 5· μ. τὸν ἀπράγμονα βίον Διον. Ἁλ. 11. 22· μ. τὰς τραπέζας ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν, [[ἐπαναφέρω]] τὸν συνήθη τρόπον τοῦ ζῆν, Πλούτ. 2. 642F· οὕτω, μ. τι ἐς ἢ [[πρός]] τι Ἀνθ. 7. 712., 9. 584. - Παθ. καὶ μέσ., προσαρμόζομαι, [[προσαρμόζω]] ἐμαυτὸν καταλλήλως [[πρός]] τι, μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, τινος, ἔκ τινος καταστάσεως, Λουκ. Ἔρωτες 4, κτλ.· μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 53· [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. 10. 51.
}}
}}