3,277,190
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄχᾰνον''': τό, (ἔχω) ἡ λαβὴ τῆς ἀσπίδος, ἥτις ἦτο [[ταινία]] σκυτίνη ἢ ἐκ μετάλλου καθηλωμένη κατὰ τὰς δύο ἄκρας εἰς τὸ ἐσωτερικὸν [[μέρος]] τῆς ἀσπίδος [[οὕτως]] [[ὥστε]] ὁ φέρων αὐτὴν νὰ δύναται νὰ ἐμβάλλῃ τὴν χεῖρα αὑτοῦ εἰς αὐτὴν εἰς αὐτὴν καὶ νὰ κινῇ αὐτὴν εὐκόλως καὶ κατὰ βούλησιν (οἰακίζειν), τὴν ἐπίνοιαν ταύτην ὁ Ἡρόδ. 1. 171, ἀποδίδει εἰς τοὺς Κᾶρας, πρβλ. 2. 141, Bergk. εἰς Ἀνακρ. 91. - Ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ἡ [[μεγάλη]] ἀσπὶς ([[θυρεός]], παρ’ Ὁμήρ. ἀσπὶς τερμιόεσσα) ἐκρεμᾶτο διὰ σκυτίνου στερεοῦ τελαμῶνος περικειμένου περὶ τὸν αὐχένα καὶ τὸν ἀριστερὸν ὦμον καὶ εἶχε σταυροειδῆ ἐλάσματα (κανόνας), ἅτινα ἐχρησίμευον ὡς λαβαί, Ὅμ. - Ὅτε δὲ ὁ τελαμὼν καὶ οἱ κανόνες ἀντικατεστάθησαν διὰ τοῦ ὀχάνου, προσετέθη καὶ ὁ [[πόρπαξ]]· [[ὅστις]] πιθανῶς ἦτο [[κρίκος]] τις [[ὅστις]] εὐκόλως ἠδύνατο νὰ ἀφαιρεθῇ, [[ὥστε]] νὰ καθίσταται ἡ ἀσπὶς [[ἄχρηστος]], πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 849 κἑξ., καὶ ἴδε Lessing (Antiq. Briefe Th. 2, σ. 51)· ἢ [[ἴσως]] οἱ πόρπακες ἦσαν ἱμάντες καθηλωμένοι ἢ ἐρραμμένοι κατὰ μικρὰ διαστήματα κυκλικῶς περὶ τὴν ἐσωτερικὴν περιφέρειαν τῆς ἀσπίδος, ὡς ἀπεικονίζονται ἐπί τινος ἀρχαίου ἀγγείου (ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ.), [[ὅθεν]] ἡ [[φράσις]] πολυρράφῳ πόρπακι παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 576. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄχανον]]· ὁ τῆς ἀσπίδος [[πόρπαξ]]. καὶ ὁ [[δεσμός]]. καὶ [[ὅπου]] ἐμβάλλουσι τὰς τρίχας» ([[ἴσως]] διορθωτ. τὰς χεῖρας). | |lstext='''ὄχᾰνον''': τό, (ἔχω) ἡ λαβὴ τῆς ἀσπίδος, ἥτις ἦτο [[ταινία]] σκυτίνη ἢ ἐκ μετάλλου καθηλωμένη κατὰ τὰς δύο ἄκρας εἰς τὸ ἐσωτερικὸν [[μέρος]] τῆς ἀσπίδος [[οὕτως]] [[ὥστε]] ὁ φέρων αὐτὴν νὰ δύναται νὰ ἐμβάλλῃ τὴν χεῖρα αὑτοῦ εἰς αὐτὴν εἰς αὐτὴν καὶ νὰ κινῇ αὐτὴν εὐκόλως καὶ κατὰ βούλησιν (οἰακίζειν), τὴν ἐπίνοιαν ταύτην ὁ Ἡρόδ. 1. 171, ἀποδίδει εἰς τοὺς Κᾶρας, πρβλ. 2. 141, Bergk. εἰς Ἀνακρ. 91. - Ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ἡ [[μεγάλη]] ἀσπὶς ([[θυρεός]], παρ’ Ὁμήρ. ἀσπὶς τερμιόεσσα) ἐκρεμᾶτο διὰ σκυτίνου στερεοῦ τελαμῶνος περικειμένου περὶ τὸν αὐχένα καὶ τὸν ἀριστερὸν ὦμον καὶ εἶχε σταυροειδῆ ἐλάσματα (κανόνας), ἅτινα ἐχρησίμευον ὡς λαβαί, Ὅμ. - Ὅτε δὲ ὁ τελαμὼν καὶ οἱ κανόνες ἀντικατεστάθησαν διὰ τοῦ ὀχάνου, προσετέθη καὶ ὁ [[πόρπαξ]]· [[ὅστις]] πιθανῶς ἦτο [[κρίκος]] τις [[ὅστις]] εὐκόλως ἠδύνατο νὰ ἀφαιρεθῇ, [[ὥστε]] νὰ καθίσταται ἡ ἀσπὶς [[ἄχρηστος]], πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 849 κἑξ., καὶ ἴδε Lessing (Antiq. Briefe Th. 2, σ. 51)· ἢ [[ἴσως]] οἱ πόρπακες ἦσαν ἱμάντες καθηλωμένοι ἢ ἐρραμμένοι κατὰ μικρὰ διαστήματα κυκλικῶς περὶ τὴν ἐσωτερικὴν περιφέρειαν τῆς ἀσπίδος, ὡς ἀπεικονίζονται ἐπί τινος ἀρχαίου ἀγγείου (ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ.), [[ὅθεν]] ἡ [[φράσις]] πολυρράφῳ πόρπακι παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 576. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄχανον]]· ὁ τῆς ἀσπίδος [[πόρπαξ]]. καὶ ὁ [[δεσμός]]. καὶ [[ὅπου]] ἐμβάλλουσι τὰς τρίχας» ([[ἴσως]] διορθωτ. τὰς χεῖρας). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />v. [[ὀχάνη]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |