Anonymous

ὄχανον: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />v. [[ὀχάνη]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
|btext=ου (τό) :<br />v. [[ὀχάνη]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὄχᾰνον:''' τό ([[ἔχω]]), [[λαβή]] ασπίδας, η στερεωμένη [[ταινία]] στις [[δύο]] άκρες του εσωτερικού της, μέσα από την οποία περνούσε το [[χέρι]] του αυτός που κρατούσε την [[ασπίδα]], σε Ηρόδ.
}}
}}