3,277,286
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἶος''': -η, -ον, ὡς τὸ [[μόνος]] ΙΙ, «μονάχος», [[ἑπομένως]], [[κατάμονος]], [[μονήρης]], ἂν καὶ [[συχνάκις]] δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ μόνον δι’ ἐπιρρήμ. «μόνον», συχνὸν παρ’ Ὁμήρ. καὶ Ἡσ.· τρὶς παρὰ Πινδ., [[ἅπαξ]] παρ’ Αἰσχύλῳ, καὶ δὶς παρὰ Σοφ. (ἴδε κατωτ.), πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 743· [[ὡσαύτως]] εὕρηται ἔν τισι μεθ’ Ὅμηρον συνθέτοις, οἰοβώτης, [[οἰόζωνος]], [[οἰονόμος]], [[οἰόφρων]]. - Ἰδιαίτεραι χρήσεις: 1) ἐνισχυομένης τῆς ἐννοίας καὶ προσδιοριζομένης δι’ ἄλλων λέξεων, [[οἶος]] ἄνευθ’ ἄλλων Ἰλ. Χ. 39· [[οἶος]] ..., νόσφιν δεσποίνης Ὀδ. Ξ. 450· - μετ’ ἀρνήσ., οὐκ [[οἶος]], ἅμα τῷγε ..., συχνὸν παρ’ Ὁμήρ.· [[οἶος]] ἐν ὄρφνᾳ Πινδ. Ο. 1. 115· [[οἶος]] ἐξέβης λαθὼν Σοφ. Ἀποσπ. 23· - οὐδ., οἶον, ὡς ἐπίρρ., οἶον, μηδέ τις [[ἄλλος]] ἅμα ... ἴτω Ἰλ. Ω. 148· γαστέρες οἶον, μόνον γαστέρες, Ἡσ. Θ. 26· οἶον μὴ .., Λατ. modo ne ..., μόνον νὰ μή..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 131. 2) ἐπιτεταμένον: εἶς [[οἶος]], μία οἴη, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρ., ὡς τὸ εἶς [[μόνος]]· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ δυϊκῷ, δύο οἴω Ἰλ. Ω. 473, Ὀδ. Ξ. 94· καὶ ἐν τῷ πληθ., δύο οἴους, δύο οἶαι Γ. 424. 3) [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] γεν., οἴη γάρ ῥα θεῶν, μόνη, ἡ μόνη μεταξὺ τῶν θεῶν, Ἰλ. Λ. 74· τῶν [[οἶος]] [[αὐτόθι]] 693· [[οἶος]] θεῶν Πινδ. Ἀποσπ. 93. 4) [[μετὰ]] προθ., οἴη ἐν ἀθανάτοισιν, μόνη μεταξὺ τῶν λοιπῶν θεαινῶν, Ἰλ. Α. 398· [[οἶος]] [[μετὰ]] τοῖσι Ὀδ. Γ. 362· [[ἀλλά]], [[οἶος]] ἀπ’ ἄλλων, χωριστά, [[χωρίς]], Ὀδ. Ι. 192· [[οἶος]] ἀπ’ ἀνθρώπων Φ. 364· πῶς ἂν .. ἀπὸ [[σεῖο]] ... λιποίμην [[οἶος]]; Ἰλ. Ι. 438· [[οὕτως]], [[οἶος]] Ἀτρειδῶν [[δίχα]], clam Atridis, Σοφ. Αἴ. 750. ΙΙ. ὡς τὸ [[μόνος]] ΙΙΙ, [[μόνος]] εἰς τὸ [[εἶδος]] του, [[μοναδικός]], ὃς δέ μοι [[οἶος]] ἦν ..., Ἕκτορα Ἰλ. Ω. 499. (Συγγενὲς τῷ ἴος, ἴα, = εἷς, μία· [[ὡσαύτως]] τῷ Λατ. unus, πρβλ. [[οἴνη]]). - Ἴδε περὶ τῶν συνθέτων ἐκ τοῦ [[οἶος]] Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 110 κἑξ. | |lstext='''οἶος''': -η, -ον, ὡς τὸ [[μόνος]] ΙΙ, «μονάχος», [[ἑπομένως]], [[κατάμονος]], [[μονήρης]], ἂν καὶ [[συχνάκις]] δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ μόνον δι’ ἐπιρρήμ. «μόνον», συχνὸν παρ’ Ὁμήρ. καὶ Ἡσ.· τρὶς παρὰ Πινδ., [[ἅπαξ]] παρ’ Αἰσχύλῳ, καὶ δὶς παρὰ Σοφ. (ἴδε κατωτ.), πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 743· [[ὡσαύτως]] εὕρηται ἔν τισι μεθ’ Ὅμηρον συνθέτοις, οἰοβώτης, [[οἰόζωνος]], [[οἰονόμος]], [[οἰόφρων]]. - Ἰδιαίτεραι χρήσεις: 1) ἐνισχυομένης τῆς ἐννοίας καὶ προσδιοριζομένης δι’ ἄλλων λέξεων, [[οἶος]] ἄνευθ’ ἄλλων Ἰλ. Χ. 39· [[οἶος]] ..., νόσφιν δεσποίνης Ὀδ. Ξ. 450· - μετ’ ἀρνήσ., οὐκ [[οἶος]], ἅμα τῷγε ..., συχνὸν παρ’ Ὁμήρ.· [[οἶος]] ἐν ὄρφνᾳ Πινδ. Ο. 1. 115· [[οἶος]] ἐξέβης λαθὼν Σοφ. Ἀποσπ. 23· - οὐδ., οἶον, ὡς ἐπίρρ., οἶον, μηδέ τις [[ἄλλος]] ἅμα ... ἴτω Ἰλ. Ω. 148· γαστέρες οἶον, μόνον γαστέρες, Ἡσ. Θ. 26· οἶον μὴ .., Λατ. modo ne ..., μόνον νὰ μή..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 131. 2) ἐπιτεταμένον: εἶς [[οἶος]], μία οἴη, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρ., ὡς τὸ εἶς [[μόνος]]· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ δυϊκῷ, δύο οἴω Ἰλ. Ω. 473, Ὀδ. Ξ. 94· καὶ ἐν τῷ πληθ., δύο οἴους, δύο οἶαι Γ. 424. 3) [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] γεν., οἴη γάρ ῥα θεῶν, μόνη, ἡ μόνη μεταξὺ τῶν θεῶν, Ἰλ. Λ. 74· τῶν [[οἶος]] [[αὐτόθι]] 693· [[οἶος]] θεῶν Πινδ. Ἀποσπ. 93. 4) [[μετὰ]] προθ., οἴη ἐν ἀθανάτοισιν, μόνη μεταξὺ τῶν λοιπῶν θεαινῶν, Ἰλ. Α. 398· [[οἶος]] [[μετὰ]] τοῖσι Ὀδ. Γ. 362· [[ἀλλά]], [[οἶος]] ἀπ’ ἄλλων, χωριστά, [[χωρίς]], Ὀδ. Ι. 192· [[οἶος]] ἀπ’ ἀνθρώπων Φ. 364· πῶς ἂν .. ἀπὸ [[σεῖο]] ... λιποίμην [[οἶος]]; Ἰλ. Ι. 438· [[οὕτως]], [[οἶος]] Ἀτρειδῶν [[δίχα]], clam Atridis, Σοφ. Αἴ. 750. ΙΙ. ὡς τὸ [[μόνος]] ΙΙΙ, [[μόνος]] εἰς τὸ [[εἶδος]] του, [[μοναδικός]], ὃς δέ μοι [[οἶος]] ἦν ..., Ἕκτορα Ἰλ. Ω. 499. (Συγγενὲς τῷ ἴος, ἴα, = εἷς, μία· [[ὡσαύτως]] τῷ Λατ. unus, πρβλ. [[οἴνη]]). - Ἴδε περὶ τῶν συνθέτων ἐκ τοῦ [[οἶος]] Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 110 κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />seul :<br /><b>1</b> <i>propr.</i> seul, unique : [[εἷς]] [[οἶος]] IL un seul ; [[οἴη]] [[θεῶν]] IL seule d’entre les dieux ; <i>adv.</i> • [[οἶον]], seulement : [[οἶον]] [[μή]], seulement que… ne !;<br /><b>2</b> isolé de, séparé de : [[ἀπό]] τινος, τινος [[δίχα]], de qqn;<br /><b>3</b> seul en son genre, sans égal.<br />'''Étymologie:''' DELG i.-e. *oiwo- avec suff. -Ϝος que l’on retrouve dans *μόνϜος > [[μόνος]], *ὅλϜος > [[ὅλος]], *δεξιϜός > [[δεξιός]], qui indique une relation spatiale. | |||
}} | }} |