Anonymous

ὀϊζυρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀϊζῡρός''': Ἀττ. οἰζῠρός, (ὡς τρισύλλ., ἴδε ἐν τέλ.), ά, όν· - [[ἄθλιος]], ἀξιολύπητος, [[ἀξιοδάκρυτος]], [[ἐλεεινός]], παρ’ Ὁμ., τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων· [[ὡσαύτως]] ὡς γενικὸν ἐπίθετον τῶν θνητῶν, Ἄρης ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῖσι βροτοῖσιν Ἰλ. Ν. 569, πρβλ. Ὀδ. Δ. 197· σπανιώτερον ἐπὶ ἐνεργειῶν, καταστάσεων, κτλ. [[κοπιώδης]], [[ἀνιαρός]], [[χαλεπός]], παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο Ἰλ. Γ. 112· παύσατ’ ὀϊζυροῖο γόοιο Ὀδ. Θ. 540· νύκτες ὀϊζυραὶ Λ. 182, κτλ· [[ὡσαύτως]], [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεινός]], [[κώμη]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 637· ὀϊζυρὴν ἔχει δίαιταν Ἡρόδ. 9. 82· πρβλ. [[ὀΐζυος]]· - Ἐπίρρ. -ρῶς, Κόϊντ. Σμ. 3. 363.<br />Ἄχρηστον παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζῶν. [Ἄν καὶ [[πάντοτε]] ὁ Ὅμ. ἔχει ῡ, [[ὅμως]] σχηματίζει τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ὀϊζῡρώτερος, -ώτατος, ἀντὶ -ότερος, -ότατος, ὡς κακοξεινώτερος, λᾱρώτατος, Ἰλ. Ρ. 446, Ὀδ. Ε. 105˙ ― ὁ Ἀριστοφ. ἀείποτε ἔχει οἰζῠρός, Νεφ. 655, Ὄρν. 1641, Σφ. 1504, 1514, Λυσ. 948, ― ἡ [[ποσότης]] αὕτη ἰδιάζει [[ἴσως]] εἰς τὸν τρισύλλ. τύπον.]
|lstext='''ὀϊζῡρός''': Ἀττ. οἰζῠρός, (ὡς τρισύλλ., ἴδε ἐν τέλ.), ά, όν· - [[ἄθλιος]], ἀξιολύπητος, [[ἀξιοδάκρυτος]], [[ἐλεεινός]], παρ’ Ὁμ., τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων· [[ὡσαύτως]] ὡς γενικὸν ἐπίθετον τῶν θνητῶν, Ἄρης ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῖσι βροτοῖσιν Ἰλ. Ν. 569, πρβλ. Ὀδ. Δ. 197· σπανιώτερον ἐπὶ ἐνεργειῶν, καταστάσεων, κτλ. [[κοπιώδης]], [[ἀνιαρός]], [[χαλεπός]], παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο Ἰλ. Γ. 112· παύσατ’ ὀϊζυροῖο γόοιο Ὀδ. Θ. 540· νύκτες ὀϊζυραὶ Λ. 182, κτλ· [[ὡσαύτως]], [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεινός]], [[κώμη]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 637· ὀϊζυρὴν ἔχει δίαιταν Ἡρόδ. 9. 82· πρβλ. [[ὀΐζυος]]· - Ἐπίρρ. -ρῶς, Κόϊντ. Σμ. 3. 363.<br />Ἄχρηστον παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζῶν. [Ἄν καὶ [[πάντοτε]] ὁ Ὅμ. ἔχει ῡ, [[ὅμως]] σχηματίζει τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ὀϊζῡρώτερος, -ώτατος, ἀντὶ -ότερος, -ότατος, ὡς κακοξεινώτερος, λᾱρώτατος, Ἰλ. Ρ. 446, Ὀδ. Ε. 105˙ ― ὁ Ἀριστοφ. ἀείποτε ἔχει οἰζῠρός, Νεφ. 655, Ὄρν. 1641, Σφ. 1504, 1514, Λυσ. 948, ― ἡ [[ποσότης]] αὕτη ἰδιάζει [[ἴσως]] εἰς τὸν τρισύλλ. τύπον.]
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />lamentable, pénible;<br /><i>Cp.</i> οἰζυρώτερος, <i>Sp.</i> οἰζυρώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[οἰζύς]].
}}
}}