Anonymous

παντοῖος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παντοῖος''': -α, -ον, παντὸς εἴδους, [[ποικίλος]], ἄνεμοι Ἰλ. Β. 397· δόλοι Χ. 268· [[τέχνη]] Ὀδ. Ζ. 234, Σοφ. Αἴ. 752· [[φιλότης]] Ὀδ. Π. 246, Σοφ. Ἠλ. 134· λῦπαι ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 915· ἀρετή, λόγοι Εὐρ. Μήδ. 845, Ἑκ. 840· παντοῖα ἐξυβρίσαι Ἡρόδ. 3. 126· πολλὰ καὶ π. λέγειν ὁ αὐτ. 9.90, κτλ. 2) παρὰ πεζογράφοις, ἐπὶ προσώπων, [[παντοῖος]] γίγνεται, λαμβάνει παντοειδεῖς μορφάς, δηλ. δοκιμάζει πᾶν [[μέσον]], κινεῖ πάντα λίθον, ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν δυσκολίαις καὶ κινδύνοις διατελούντων, Ἡρόδ. 9. 109· [[μετὰ]] μετοχ., παντοῖοι ἐγένοντο δεόμενοι ὁ αὐτ. 7. 10, 3· παντοίη ἐγίγνετο (ἐξυπ. δεομένη), μὴ ἀποδημῆσαι τὸν Πολυκράτεα ὁ αὐτ. 3. 124· π. ἦν δεδιὼς Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 2· π. γενόμενος [[ὑπὲρ]] τοῦ σῶσαι Πλουτ. Μάρ. 30· σπανίως ἐπὶ χαρᾶς, παντοῖοι ὑπ’ εὐφροσύνης γενόμενοι Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 6· π. ἦν ὑπὸ ἀπορίας ὁ αὐτ. [[ὑπὲρ]] τοῦ Πταίσματ. 1· οὕτω, πάντα γίγνεσθαι καὶ ἐν παντὶ [[εἶναι]], ἴδε πᾶς D. ΙΙ. 2, παντοδαπὸς 2. 3) οἵου [[δήποτε]] εἴδους, μὴ ὑποδεδεμένους παντοῖον [[ὑπόδημα]] = οὐδέν, Νεῖλ. 580C, ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, κατὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους, ποικιλοτρόπως, Ἡρόδ. 7. 211, Πλάτ. Πολ. 559D, κτλ.
|lstext='''παντοῖος''': -α, -ον, παντὸς εἴδους, [[ποικίλος]], ἄνεμοι Ἰλ. Β. 397· δόλοι Χ. 268· [[τέχνη]] Ὀδ. Ζ. 234, Σοφ. Αἴ. 752· [[φιλότης]] Ὀδ. Π. 246, Σοφ. Ἠλ. 134· λῦπαι ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 915· ἀρετή, λόγοι Εὐρ. Μήδ. 845, Ἑκ. 840· παντοῖα ἐξυβρίσαι Ἡρόδ. 3. 126· πολλὰ καὶ π. λέγειν ὁ αὐτ. 9.90, κτλ. 2) παρὰ πεζογράφοις, ἐπὶ προσώπων, [[παντοῖος]] γίγνεται, λαμβάνει παντοειδεῖς μορφάς, δηλ. δοκιμάζει πᾶν [[μέσον]], κινεῖ πάντα λίθον, ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν δυσκολίαις καὶ κινδύνοις διατελούντων, Ἡρόδ. 9. 109· [[μετὰ]] μετοχ., παντοῖοι ἐγένοντο δεόμενοι ὁ αὐτ. 7. 10, 3· παντοίη ἐγίγνετο (ἐξυπ. δεομένη), μὴ ἀποδημῆσαι τὸν Πολυκράτεα ὁ αὐτ. 3. 124· π. ἦν δεδιὼς Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 2· π. γενόμενος [[ὑπὲρ]] τοῦ σῶσαι Πλουτ. Μάρ. 30· σπανίως ἐπὶ χαρᾶς, παντοῖοι ὑπ’ εὐφροσύνης γενόμενοι Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 6· π. ἦν ὑπὸ ἀπορίας ὁ αὐτ. [[ὑπὲρ]] τοῦ Πταίσματ. 1· οὕτω, πάντα γίγνεσθαι καὶ ἐν παντὶ [[εἶναι]], ἴδε πᾶς D. ΙΙ. 2, παντοδαπὸς 2. 3) οἵου [[δήποτε]] εἴδους, μὴ ὑποδεδεμένους παντοῖον [[ὑπόδημα]] = οὐδέν, Νεῖλ. 580C, ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, κατὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους, ποικιλοτρόπως, Ἡρόδ. 7. 211, Πλάτ. Πολ. 559D, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de toute sorte, divers, varié ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> qui prend toute sorte de formes, qui emploie toute sorte de moyens : παντοῖοι ἐγένοντο δεόμενοι avec l’inf. HDT ils employèrent toutes les formes de prières possibles, ils supplièrent de toutes les manières possibles ; [[παντοῖος]] γενόμενος ὑπὲρ [[τοῦ]]… PLUT ayant employé tous les moyens possibles pour…;<br /><b>2</b> qui éprouve toute sorte de sentiments : παντοῖοι ὑπ’ εὐφροσύνης γενόμενοι LUC éprouvant par l’effet de la joie toute sorte de sentiments, ne sachant que devenir tant ils étaient joyeux.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]].
}}
}}