Anonymous

ψελλίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψελλίζω''': μέλλ. -ίσω (ψελλὸς) [[μετὰ]] δυσχερείας ἀρθρώνω τὰς λέξεις, ὁμιλῶ ὡς [[παιδίον]], ψελλίζειν καὶ τραυλίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 17· ἡ ψελλίζουσα [[γλῶσσα]], ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους, Λιβάν. 4. σ. 319· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 485B, C· ψελλίζονται καὶ τραυλίζονται, τοῦτο δ’ ἐστὶν [[ἔνδεια]] τῶν γραμμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 3· ψελλιζόμενος τὴν Ἑλλάδα φωνὴν Ἡλιόδ. 8. 15· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ἐμπεδοκλέους καὶ τῶν ἀρχαιοτάτων φιλοσόφων, ὁμιλῶ ἀσαφῶς, σκοτεινῶς, ἂ ψελλίζεται Ἐμπεδοκλὴς λέγων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ, 1. 4, 3· ψελλιζομένη ἔοικεν ἡ πρώτη [[φιλοσοφία]] περὶ πάντων [[αὐτόθι]] 1. 10, 2, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 10, 15. 2) μεταφορ., καὶ [[ἐῴκει]] ψελλιζομένῳ ἐς τὰ πολεμικὰ, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως ὃν ἀνέτρεφεν ὁ Χείρων ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἰς τὰ πολεμικὰ, Φιλόστρ. 730.
|lstext='''ψελλίζω''': μέλλ. -ίσω (ψελλὸς) [[μετὰ]] δυσχερείας ἀρθρώνω τὰς λέξεις, ὁμιλῶ ὡς [[παιδίον]], ψελλίζειν καὶ τραυλίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 17· ἡ ψελλίζουσα [[γλῶσσα]], ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους, Λιβάν. 4. σ. 319· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 485B, C· ψελλίζονται καὶ τραυλίζονται, τοῦτο δ’ ἐστὶν [[ἔνδεια]] τῶν γραμμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 3· ψελλιζόμενος τὴν Ἑλλάδα φωνὴν Ἡλιόδ. 8. 15· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ἐμπεδοκλέους καὶ τῶν ἀρχαιοτάτων φιλοσόφων, ὁμιλῶ ἀσαφῶς, σκοτεινῶς, ἂ ψελλίζεται Ἐμπεδοκλὴς λέγων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ, 1. 4, 3· ψελλιζομένη ἔοικεν ἡ πρώτη [[φιλοσοφία]] περὶ πάντων [[αὐτόθι]] 1. 10, 2, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 10, 15. 2) μεταφορ., καὶ [[ἐῴκει]] ψελλιζομένῳ ἐς τὰ πολεμικὰ, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως ὃν ἀνέτρεφεν ὁ Χείρων ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἰς τὰ πολεμικὰ, Φιλόστρ. 730.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />mal prononcer.<br />'''Étymologie:''' [[ψελλός]].
}}
}}