Anonymous

ψελλίζω: Difference between revisions

From LSJ
1,401 bytes added ,  29 September 2017
47c
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />mal prononcer.<br />'''Étymologie:''' [[ψελλός]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />mal prononcer.<br />'''Étymologie:''' [[ψελλός]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[ψελλός]]<br />[[προφέρω]] δύσκολα τις λέξεις, δυσκολεύομαι να μιλήσω λόγω φυσικού ελαττώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μιλώ]] σαστισμένα, [[κομπιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νήπια) [[αρθρώνω]] τις πρώτες λέξεις («τὸ μὲν γὰρ πρῶτον [[ὅλως]] οὐδὲ λαλοῡμεν [[οὐδέν]], [[εἶτα]] ὀψέποτε ψελλίζομεν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> δυσκολεύομαι στην [[εκφώνηση]] συμφωνικών συμπλεγμάτων («ψελλίζειν καὶ τραυλίζειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] κάνοντας γλωσσικά σφάλματα<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (για τον Εμπεδοκλή <b>κ.ά.</b>) [[εκθέτω]] [[κάτι]] με ασαφή ή ακατάληπτο τρόπο<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ψελλίζομαι</i><br />α) (για [[μέταλλο]]) αναμιγνύομαι δύσκολα με άλλα μέταλλα<br />β) <b>μτφ.</b> διδάσκομαι [[κάτι]] για πρώτη [[φορά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἡ ψελλίζουσα [[γλώσσα]]» — [[προσωνυμία]] του Δημοσθένους <b>(Λιβάν.)</b>.
}}
}}