3,277,243
edits
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκινδῡνεύω''': [[διακινδυνεύω]] πρὸ ἄλλων, [[ἀγωνίζομαι]] ὡς [[πρόμαχος]], τολμῶ, [[διακινδυνεύω]], Θουκ. 7. 56, Δημ. 297. 11, πρ. στρατευόμενος ὁ αὐτ. 25. 6· ― [[μετὰ]] γεν., πρ. τοῦ πλήθους, [[ὑπομένω]] κίνδυνον [[ὑπὲρ]] τοῦ πλήθους, Ἀνδοκ. 29. 4, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 10. 8· πρ. τῷ βαρβάρῳ (ἐξυπακ. τῆς Ἑλλάδος), κατὰ τοῦ βαρβάρου [[ὑπὲρ]] τῆς Ἑλλάδος, Θουκ. 1. 73· οὕτω, πρ. ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 7. 3, 31, Ὑπερείδ. Ι, 7, 21, Blass· [[ὑπὲρ]] τῆς Ἑλλάδος Ἰσοκρ. 56Α· [[ὑπὲρ]] τῆς ἐλευθερίας Λυσ. 151. 38· περὶ τῆς ἐλευθερίας Πολύβ. 9. 38, 4· ― [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, π. τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Πλουτ. Πελοπ. 19· [[προκινδυνεύω]] τοῖς Ἴβηρσι, [[μάχομαι]] πρῶτον κατὰ τῶν Ἰβήρων, Πολύβ. 3. 113, 9. | |lstext='''προκινδῡνεύω''': [[διακινδυνεύω]] πρὸ ἄλλων, [[ἀγωνίζομαι]] ὡς [[πρόμαχος]], τολμῶ, [[διακινδυνεύω]], Θουκ. 7. 56, Δημ. 297. 11, πρ. στρατευόμενος ὁ αὐτ. 25. 6· ― [[μετὰ]] γεν., πρ. τοῦ πλήθους, [[ὑπομένω]] κίνδυνον [[ὑπὲρ]] τοῦ πλήθους, Ἀνδοκ. 29. 4, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 10. 8· πρ. τῷ βαρβάρῳ (ἐξυπακ. τῆς Ἑλλάδος), κατὰ τοῦ βαρβάρου [[ὑπὲρ]] τῆς Ἑλλάδος, Θουκ. 1. 73· οὕτω, πρ. ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 7. 3, 31, Ὑπερείδ. Ι, 7, 21, Blass· [[ὑπὲρ]] τῆς Ἑλλάδος Ἰσοκρ. 56Α· [[ὑπὲρ]] τῆς ἐλευθερίας Λυσ. 151. 38· περὶ τῆς ἐλευθερίας Πολύβ. 9. 38, 4· ― [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, π. τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Πλουτ. Πελοπ. 19· [[προκινδυνεύω]] τοῖς Ἴβηρσι, [[μάχομαι]] πρῶτον κατὰ τῶν Ἰβήρων, Πολύβ. 3. 113, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> s’exposer les premiers au danger;<br /><b>2</b> s’exposer au danger;<br /><b>3</b> affronter un danger pour : τινός, [[ὑπέρ]] τινος pour qqn <i>ou</i> pour qch ; τινί, affronter un danger en luttant contre un autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κινδυνεύω]]. | |||
}} | }} |