Anonymous

προκινδυνεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκινδῡνεύω''': [[διακινδυνεύω]] πρὸ ἄλλων, [[ἀγωνίζομαι]] ὡς [[πρόμαχος]], τολμῶ, [[διακινδυνεύω]], Θουκ. 7. 56, Δημ. 297. 11, πρ. στρατευόμενος ὁ αὐτ. 25. 6· ― [[μετὰ]] γεν., πρ. τοῦ πλήθους, [[ὑπομένω]] κίνδυνον [[ὑπὲρ]] τοῦ πλήθους, Ἀνδοκ. 29. 4, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 10. 8· πρ. τῷ βαρβάρῳ (ἐξυπακ. τῆς Ἑλλάδος), κατὰ τοῦ βαρβάρου [[ὑπὲρ]] τῆς Ἑλλάδος, Θουκ. 1. 73· οὕτω, πρ. ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 7. 3, 31, Ὑπερείδ. Ι, 7, 21, Blass· [[ὑπὲρ]] τῆς Ἑλλάδος Ἰσοκρ. 56Α· [[ὑπὲρ]] τῆς ἐλευθερίας Λυσ. 151. 38· περὶ τῆς ἐλευθερίας Πολύβ. 9. 38, 4· ― [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, π. τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Πλουτ. Πελοπ. 19· [[προκινδυνεύω]] τοῖς Ἴβηρσι, [[μάχομαι]] πρῶτον κατὰ τῶν Ἰβήρων, Πολύβ. 3. 113, 9.
|lstext='''προκινδῡνεύω''': [[διακινδυνεύω]] πρὸ ἄλλων, [[ἀγωνίζομαι]] ὡς [[πρόμαχος]], τολμῶ, [[διακινδυνεύω]], Θουκ. 7. 56, Δημ. 297. 11, πρ. στρατευόμενος ὁ αὐτ. 25. 6· ― [[μετὰ]] γεν., πρ. τοῦ πλήθους, [[ὑπομένω]] κίνδυνον [[ὑπὲρ]] τοῦ πλήθους, Ἀνδοκ. 29. 4, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 10. 8· πρ. τῷ βαρβάρῳ (ἐξυπακ. τῆς Ἑλλάδος), κατὰ τοῦ βαρβάρου [[ὑπὲρ]] τῆς Ἑλλάδος, Θουκ. 1. 73· οὕτω, πρ. ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 7. 3, 31, Ὑπερείδ. Ι, 7, 21, Blass· [[ὑπὲρ]] τῆς Ἑλλάδος Ἰσοκρ. 56Α· [[ὑπὲρ]] τῆς ἐλευθερίας Λυσ. 151. 38· περὶ τῆς ἐλευθερίας Πολύβ. 9. 38, 4· ― [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, π. τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Πλουτ. Πελοπ. 19· [[προκινδυνεύω]] τοῖς Ἴβηρσι, [[μάχομαι]] πρῶτον κατὰ τῶν Ἰβήρων, Πολύβ. 3. 113, 9.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> s’exposer les premiers au danger;<br /><b>2</b> s’exposer au danger;<br /><b>3</b> affronter un danger pour : τινός, [[ὑπέρ]] τινος pour qqn <i>ou</i> pour qch ; τινί, affronter un danger en luttant contre un autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κινδυνεύω]].
}}
}}