Anonymous

προκινδυνεύω: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> s’exposer les premiers au danger;<br /><b>2</b> s’exposer au danger;<br /><b>3</b> affronter un danger pour : τινός, [[ὑπέρ]] τινος pour qqn <i>ou</i> pour qch ; τινί, affronter un danger en luttant contre un autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κινδυνεύω]].
|btext=<b>1</b> s’exposer les premiers au danger;<br /><b>2</b> s’exposer au danger;<br /><b>3</b> affronter un danger pour : τινός, [[ὑπέρ]] τινος pour qqn <i>ou</i> pour qch ; τινί, affronter un danger en luttant contre un autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κινδυνεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[κινδυνεύω]]<br />[[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]] αψηφώντας τον κίνδυνο (α. «πολίτου δ' ἁγαθοῡ [[νομίζω]] προκινδυνεύειν ἐθέλειν τοῡ πλήθους», Ανδοκ.<br />β. «προκινδυνεύειν [[ὑπέρ]] τῆς ἐλευθερίας», Λυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εκτίθεμαι σε κίνδυνο αγωνιζόμενος στην πρώτη [[γραμμή]] της μάχης («τὴν σφετέραν πόλιν ἐμπαρασχόντες προκινδυνεῡσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ριψοκινδυνεύω]] μαχόμενος [[εναντίον]] κάποιου («φαμὲν γὰρ Μαραθῶνί τε μόνοι προκινδυνεῡσαι τῷ βαρβάρῳ», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}