Anonymous

σέβας: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σέβας''': τό, [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ., αἰτ. καὶ κλητ. τοῦ ἑνικοῦ· πληθ. σέβη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 755, [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομαστ. σέβος· ([[σέβομαι]])· - [[φόβος]] [[μετὰ]] σεβασμοῦ, [[αἴσθημα]] φόβου καὶ σεβασμοῦ [[ὅπερ]] ἐγείρεται εἰς τὴν καρδίαν τινὸς καὶ παρακωλύει αὐτὸν ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι αἰσχρὸν (πρβλ. [[σέβομαι]]), [[σέβας]] δέ σε θυμὸν ἱκέσθω Πάτροκλον Τρωῇσι κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι Ἰλ. Σ 178· [[αἰδώς]] τε [[σέβας]] τε, ἡνωμένα, Ὁμ. ὕμν. εἰς Δήμ. 190· [[ὡσαύτως]], σεβασμὸς μετά τινος ἐννοίας θαυμασμοῦ, [[σέβας]] μ’ ἔχει εἰσορώοντα Ὀδ. Γ. 123, Δ. 75, 142, κτλ.· - [[καθόλου]], [[σεβασμός]], τιμὴ [[μεγάλη]], [[προσκύνησις]], [[συχν]]. παρὰ τοῖς Τραγ.· σ. ἀφίσταται Αἰσχύλ. Χο. 54· σ. τὸ πρὸς θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 396· [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμένου, Διὸς [[σέβας]], σεβασμὸς πρὸς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 645· [[μετὰ]] γεν. τοῦ ὑποκειμ., [[πάγος]] ἄρειος, ἐν δὲ τῷ [[σέβας]] ἀστῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 600· [[οὕτως]], εἴ περ ἴσχει [[Ζεὺς]] ἔτ’ ἐξ ἐμοῦ σ. Σοφ. Ἀντ. 304. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., τὸ ἀντικείμενον τοῦ σεβασμοῦ, [[ἁγιότης]], [[μεγαλοπρέπεια]], μεγαλεῖον, ἱερὸν [[πρᾶγμα]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 84, 776· σ. ἐμπόρων, ἐπὶ λόφου τινὸς ἀνεγερθέντος εἰς τιμὴν νεκροῦ καὶ χρησιμεύοντος εἰς τοὺς ἐμπόρους ὡς [[σημεῖον]] τῆς ὁδοῦ ἢ τῆς χώρας, Εὐρ. Ἄλκ. 1000· - [[ἐντεῦθεν]] ὡς [[περίφρασις]] προσώπων, ὦ μητρὸς ἐμᾶς σ. Αἰσχύλ. Πρ. 1091· σ. κηρύκων, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 515· [[σέβας]] ὦ δέσποτ’ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 157, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 633· Πειθοῦς σ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 885· τοκέων σ. [[αὐτόθι]] 545· Ζηνὸς [[σέβας]] Σοφ. Φιλ. 1289· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, σ. μηρῶν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 135· χειρὸς Εὐρ. Ἱππ. 335· σ. ἀρρήτων ἱερῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 302· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 750· οὕτω παρὰ τῷ Σαιξπ. λέγεται «my scepter ’s awe». 2) ἀντικείμενον θαυμασμοῦ, [[θαῦμα]], [[σέβας]] πᾶσιν ἰδέσθαι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 10· θεοῖς σ. ἄφθιτον Χρησμ. παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 68· πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 685, [[ἔνθα]] ὁ Ὀρέστης λέγεται:πᾶσι τοῖς [[ἐκεῖ]] [[σέβας]]· Ἥλιε, ... Θρῃξὶ πρέσβιστον [[σέβας]] (κατὰ τὸν Bothe καὶ Λοβέκ. ἀντὶ τοῦ [[σέλας]]) ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 523· οὕτω καὶ ἐπὶ [[τιμῆς]] ἀποδοθείσης εἰς τινα, ὡς ἐδόθησαν εἰς τὸν Ὀδυσσέα τὰ ὅπλα τοῦ Ἀχιλλέως, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 402. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σέβας]]· [[τιμή]], [[θαῦμα]]. [[θάμβος]], [[ἔκπληξις]]. [[αἰδώς]]».
|lstext='''σέβας''': τό, [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ., αἰτ. καὶ κλητ. τοῦ ἑνικοῦ· πληθ. σέβη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 755, [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομαστ. σέβος· ([[σέβομαι]])· - [[φόβος]] [[μετὰ]] σεβασμοῦ, [[αἴσθημα]] φόβου καὶ σεβασμοῦ [[ὅπερ]] ἐγείρεται εἰς τὴν καρδίαν τινὸς καὶ παρακωλύει αὐτὸν ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι αἰσχρὸν (πρβλ. [[σέβομαι]]), [[σέβας]] δέ σε θυμὸν ἱκέσθω Πάτροκλον Τρωῇσι κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι Ἰλ. Σ 178· [[αἰδώς]] τε [[σέβας]] τε, ἡνωμένα, Ὁμ. ὕμν. εἰς Δήμ. 190· [[ὡσαύτως]], σεβασμὸς μετά τινος ἐννοίας θαυμασμοῦ, [[σέβας]] μ’ ἔχει εἰσορώοντα Ὀδ. Γ. 123, Δ. 75, 142, κτλ.· - [[καθόλου]], [[σεβασμός]], τιμὴ [[μεγάλη]], [[προσκύνησις]], [[συχν]]. παρὰ τοῖς Τραγ.· σ. ἀφίσταται Αἰσχύλ. Χο. 54· σ. τὸ πρὸς θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 396· [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμένου, Διὸς [[σέβας]], σεβασμὸς πρὸς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 645· [[μετὰ]] γεν. τοῦ ὑποκειμ., [[πάγος]] ἄρειος, ἐν δὲ τῷ [[σέβας]] ἀστῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 600· [[οὕτως]], εἴ περ ἴσχει [[Ζεὺς]] ἔτ’ ἐξ ἐμοῦ σ. Σοφ. Ἀντ. 304. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., τὸ ἀντικείμενον τοῦ σεβασμοῦ, [[ἁγιότης]], [[μεγαλοπρέπεια]], μεγαλεῖον, ἱερὸν [[πρᾶγμα]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 84, 776· σ. ἐμπόρων, ἐπὶ λόφου τινὸς ἀνεγερθέντος εἰς τιμὴν νεκροῦ καὶ χρησιμεύοντος εἰς τοὺς ἐμπόρους ὡς [[σημεῖον]] τῆς ὁδοῦ ἢ τῆς χώρας, Εὐρ. Ἄλκ. 1000· - [[ἐντεῦθεν]] ὡς [[περίφρασις]] προσώπων, ὦ μητρὸς ἐμᾶς σ. Αἰσχύλ. Πρ. 1091· σ. κηρύκων, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 515· [[σέβας]] ὦ δέσποτ’ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 157, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 633· Πειθοῦς σ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 885· τοκέων σ. [[αὐτόθι]] 545· Ζηνὸς [[σέβας]] Σοφ. Φιλ. 1289· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, σ. μηρῶν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 135· χειρὸς Εὐρ. Ἱππ. 335· σ. ἀρρήτων ἱερῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 302· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 750· οὕτω παρὰ τῷ Σαιξπ. λέγεται «my scepter ’s awe». 2) ἀντικείμενον θαυμασμοῦ, [[θαῦμα]], [[σέβας]] πᾶσιν ἰδέσθαι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 10· θεοῖς σ. ἄφθιτον Χρησμ. παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 68· πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 685, [[ἔνθα]] ὁ Ὀρέστης λέγεται:πᾶσι τοῖς [[ἐκεῖ]] [[σέβας]]· Ἥλιε, ... Θρῃξὶ πρέσβιστον [[σέβας]] (κατὰ τὸν Bothe καὶ Λοβέκ. ἀντὶ τοῦ [[σέλας]]) ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 523· οὕτω καὶ ἐπὶ [[τιμῆς]] ἀποδοθείσης εἰς τινα, ὡς ἐδόθησαν εἰς τὸν Ὀδυσσέα τὰ ὅπλα τοῦ Ἀχιλλέως, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 402. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σέβας]]· [[τιμή]], [[θαῦμα]]. [[θάμβος]], [[ἔκπληξις]]. [[αἰδώς]]».
}}
{{bailly
|btext=(τό) :<br /><i>seul. aux deux formes</i> [[σέβας]] <i>(nom., voc., acc. sg.) et</i> σέβη <i>(nom. acc. pl.)</i>;<br /><b>I.</b> <i>dans Hom., etc.</i> crainte religieuse, crainte mêlée de respect ; crainte, pudeur : ἔσχειν [[σέβας]] ἔκ τινος SOPH obtenir du respect de qqn ; [[θεῶν]] [[σέβας]] (<i>c.</i> θεοὶ σεβαστοί) SOPH dieux vénérables;<br /><b>II.</b> <i>après Hom</i>;<br /><b>1</b> ce qui inspire le respect, objet de respect ; sainteté, majesté : ὦ μητρὸς ἐμᾶς [[σέβας]] ESCHL ô mère sainte ! [[σέβας]] χειρὸς τὸ σόν EUR une chose aussi sacrée que ta main suppliante;<br /><b>2</b> objet de crainte, de respect <i>ou</i> d’admiration;<br /><b>3</b> marque d’honneur.<br />'''Étymologie:''' R. Σεβ, honorer ; v. [[σέβω]].
}}
}}