3,277,002
edits
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνυφαίνω''': πρκμ. συνύφαγκα· ― [[ὑφαίνω]] [[ὁμοῦ]], [[συνάπτω]] δι’ ὑφῆς, ἐπὶ [[ἀράχνης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 3. ― Μέσ., [[πλέγμα]] ἐξ ἀέρος καὶ πυρὸς συνυφήνασθαι Πλάτ. Τίμ. 78Β, πρβλ. Φωτ. Βιβλ. 186. 31. ― Παθ., περὶ τῶν κεράτων βοῶν τινων, εἶμαι [[ὁμοῦ]] συμπεπλεγμένος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 321. 2) μεταφ., [[ὑφαίνω]] [[ὁμοῦ]], ἐντέχνως [[σχηματίζω]], μηχανῶμαι δεξιῶς ἢ πανούργως, ἵνα τοι σὺν μῇτιν [[ὑφαίνω]] Ὀδ. Ν. 303· ἡ πάντα ξυνυφαίνουσα πολιτική, ἥτις τὰ πάντα περιπλέκει εἰς ἓν [[ὕφασμα]], Πλάτ. Πολιτικ. 305Ε. σ. τὸν λόγον Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλ. 33. 8· τοὺς ῥυθμοὺς Διον. Ἁλ. π, Συνθ. 18· ὑπόμνημά τι Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 18. ― Παθ., [[ὥστε]] [[ταῦτα]] συνυφανθῆναι Ἡρόδ. 5. 105· ἐπὶ τῶν μερῶν προτάσεως ἢ περιόδων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23, θύννοι ἀλλήλοις συνυφασμένοι, πολὺ πλησίον [[ἀλλήλων]], συμπεπλεγμένοι, Αἰλ. π. Ζ. 15. 3. ΙΙ. [[ὑφαίνω]] [[ὁμοῦ]], ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων, Μένανδρ. ἐν «Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ» 3. | |lstext='''συνυφαίνω''': πρκμ. συνύφαγκα· ― [[ὑφαίνω]] [[ὁμοῦ]], [[συνάπτω]] δι’ ὑφῆς, ἐπὶ [[ἀράχνης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 3. ― Μέσ., [[πλέγμα]] ἐξ ἀέρος καὶ πυρὸς συνυφήνασθαι Πλάτ. Τίμ. 78Β, πρβλ. Φωτ. Βιβλ. 186. 31. ― Παθ., περὶ τῶν κεράτων βοῶν τινων, εἶμαι [[ὁμοῦ]] συμπεπλεγμένος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 321. 2) μεταφ., [[ὑφαίνω]] [[ὁμοῦ]], ἐντέχνως [[σχηματίζω]], μηχανῶμαι δεξιῶς ἢ πανούργως, ἵνα τοι σὺν μῇτιν [[ὑφαίνω]] Ὀδ. Ν. 303· ἡ πάντα ξυνυφαίνουσα πολιτική, ἥτις τὰ πάντα περιπλέκει εἰς ἓν [[ὕφασμα]], Πλάτ. Πολιτικ. 305Ε. σ. τὸν λόγον Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλ. 33. 8· τοὺς ῥυθμοὺς Διον. Ἁλ. π, Συνθ. 18· ὑπόμνημά τι Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 18. ― Παθ., [[ὥστε]] [[ταῦτα]] συνυφανθῆναι Ἡρόδ. 5. 105· ἐπὶ τῶν μερῶν προτάσεως ἢ περιόδων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23, θύννοι ἀλλήλοις συνυφασμένοι, πολὺ πλησίον [[ἀλλήλων]], συμπεπλεγμένοι, Αἰλ. π. Ζ. 15. 3. ΙΙ. [[ὑφαίνω]] [[ὁμοῦ]], ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων, Μένανδρ. ἐν «Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ» 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf.</i> συνύφαγκα;<br /><b>1</b> fabriquer le tissu, la trame d’un discours, d’un agencement, <i>etc.</i> ; aider à former un plan ; <i>en mauv. part</i> tramer un complot;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> entrelacer <i>ou</i> serrer étroitement ; <i>Pass.</i> se serrer étroitement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὑφαίνω]]. | |||
}} | }} |