Anonymous

συνυφαίνω: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pf.</i> συνύφαγκα;<br /><b>1</b> fabriquer le tissu, la trame d’un discours, d’un agencement, <i>etc.</i> ; aider à former un plan ; <i>en mauv. part</i> tramer un complot;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> entrelacer <i>ou</i> serrer étroitement ; <i>Pass.</i> se serrer étroitement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὑφαίνω]].
|btext=<i>pf.</i> συνύφαγκα;<br /><b>1</b> fabriquer le tissu, la trame d’un discours, d’un agencement, <i>etc.</i> ; aider à former un plan ; <i>en mauv. part</i> tramer un complot;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> entrelacer <i>ou</i> serrer étroitement ; <i>Pass.</i> se serrer étroitement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὑφαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] [[κατά]] την κανονική ύφανση, [[ενυφαίνω]] («[[πέπλος]] συνυφασμένος με νήματα χρυσού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>συνυφασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>μτφ.</b> [[στενά]] συνδεδεμένος, συναρμοσμένος, απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συνυφαίνω]] [[συνωμοσία]] [ή [[μηχανορραφία]] ή [[σκευωρία]]]» — [[συνωμοτώ]], [[μηχανορραφώ]], [[σκευωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υφαίνω]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[δολοπλοκώ]], [[μηχανορραφώ]] από κοινού<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συνυφαίνομαι</i><br />α) [[πλέκω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συμπλέκω]]<br />β) (για κέρατα βοδιών) [[είμαι]] συμπεπλεγμένος<br />γ) βρίσκομαι πολύ [[κοντά]] σε άλλον («θύννοι ἀλλήλοις συνυφασμένοι νήχονται», Αιλ.).
}}
}}