3,274,873
edits
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑγιεινός''': [ῠ], ή, όν, ([[ὑγιὴς]]) ὡς καὶ νῦν, συντελῶν πρὸς ὑγείαν, καλὸς καὶ [[ὠφέλιμος]] εἰς τὴν ὑγείαν, Ἱπποκρ. Ἀφ. 1247· [[χωρίον]] ὑγιεινόν, δηλ. [[οὐχί]] νοσηρόν, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 401C· ἐπὶ τροφῆς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5, Πλάτ., κλπ.· σιτία ὑγιεινότατα Ἰσοκρ. 12Α· τὰ ὑγιεινὰ ὑγίειαν ἐμποιεῖ Πλάτ. Πολ. 444C, κλπ.· [[ὕδωρ]] ὑγ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 61C· - ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς ὑγείαν, [[τέχνη]], [[πραγματεία]] Γαλην., πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 1., 10. 3, 3. 2) ἐπὶ προσώπων, ὑγιής, [[ὑγιηρός]], «γερός», Λατ. sanus, [[πάνυ]] ὑγ. φύσει Πλάτ. Πολ. 408Ε, πρβλ. Α· ὑγ. [[σῶμα]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 728Ε· [[βίος]] [[αὐτόθι]] 733Ε, κλπ.· τὸ ὑγ., [[ὑγεία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νοσερόν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 1. ΙΙ. Ἐπίρρ., ὑγιεινῶς ἔχειν, = ὑγιαίνειν, Πλάτ. Πολ. 407C, 571D· ὑγ. φέρειν τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807· ὑγ. ποιεῖν τι, ἀποβλέπειν εἰς τὴν ὑγείαν, Πλάτ. Γοργ. 522Α· βαδίζειν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 1, 4. - Συγκρ. ὑγιεινοτέρως καὶ -ρον, Ξεν. Λακ. 2, 5, Ἀπομν. 3. 13, 2· ὑπερθετ. -ότατα, [[αὐτόθι]] 4. 7, 9. | |lstext='''ὑγιεινός''': [ῠ], ή, όν, ([[ὑγιὴς]]) ὡς καὶ νῦν, συντελῶν πρὸς ὑγείαν, καλὸς καὶ [[ὠφέλιμος]] εἰς τὴν ὑγείαν, Ἱπποκρ. Ἀφ. 1247· [[χωρίον]] ὑγιεινόν, δηλ. [[οὐχί]] νοσηρόν, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 401C· ἐπὶ τροφῆς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5, Πλάτ., κλπ.· σιτία ὑγιεινότατα Ἰσοκρ. 12Α· τὰ ὑγιεινὰ ὑγίειαν ἐμποιεῖ Πλάτ. Πολ. 444C, κλπ.· [[ὕδωρ]] ὑγ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 61C· - ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς ὑγείαν, [[τέχνη]], [[πραγματεία]] Γαλην., πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 1., 10. 3, 3. 2) ἐπὶ προσώπων, ὑγιής, [[ὑγιηρός]], «γερός», Λατ. sanus, [[πάνυ]] ὑγ. φύσει Πλάτ. Πολ. 408Ε, πρβλ. Α· ὑγ. [[σῶμα]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 728Ε· [[βίος]] [[αὐτόθι]] 733Ε, κλπ.· τὸ ὑγ., [[ὑγεία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νοσερόν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 1. ΙΙ. Ἐπίρρ., ὑγιεινῶς ἔχειν, = ὑγιαίνειν, Πλάτ. Πολ. 407C, 571D· ὑγ. φέρειν τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807· ὑγ. ποιεῖν τι, ἀποβλέπειν εἰς τὴν ὑγείαν, Πλάτ. Γοργ. 522Α· βαδίζειν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 1, 4. - Συγκρ. ὑγιεινοτέρως καὶ -ρον, Ξεν. Λακ. 2, 5, Ἀπομν. 3. 13, 2· ὑπερθετ. -ότατα, [[αὐτόθι]] 4. 7, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui contribue à la santé, salubre;<br /><b>2</b> bien portant, sain ; τὸ ὑγιεινόν la santé;<br /><i>Sp.</i> ὑγιεινότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑγίεια]]. | |||
}} | }} |