Anonymous

φορά: Difference between revisions

From LSJ
966 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φορά''': ἡ, ([[φέρω]]). ― Α. ὡς [[πρᾶξις]], Ι. (ἐκ τοῦ ἐνεργ. [[φέρω]]) τὸ φέρειν, φορᾶς... [[φθόνησις]] οὐ γενήσεται, οὐδεὶς θὰ ἀρνηθῇ νὰ σὲ φέρῃ, Σοφ. Τραχ. 1212· ἐν φορᾷ, δηλ. ἐν ταῖς ἀγκάλαις αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 303· ψήφου φ., τὸ ψηφοφορεῖν, [[ψηφοφορία]], Εὐρ. Ἱκ. 484, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 948Ε· ἡ φ. καθάπερ πεττῶν, ἡ [[κίνησις]] ὡς ἡ τῶν πεττῶν ἐν τῷ παιγνιδίῳ, [[αὐτόθι]] 739Α. 2) ἡ κομιδὴ ἢ ἡ καταβολὴ χρημάτων ἢ φόρου, χρημάτων Θουκ. 1. 96· δασμοῦ, δασμῶν Πλάτ. Νόμ. 706Β, Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 6, 16· αἱ ὑπόλοιποι φοραὶ Λυσ. Ἀποσπ. 2. 5, πρβλ. κατωτ. Β. Ι. 2. 3) [[παραγωγή]], πρὸς τὴν τοῦ καρποῦ φοράν, δηλ. τὴν καρποφορίαν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 5, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀφορία]], Πλάτ. Πολ. 546Α, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 3. 1, 15· ἐπὶ ζῴων, Αἰλ. περὶ Ζῴων 17. 40, Γεωπον. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ. φέρομαι) τὸ φέρεσθαι, κινεῖσθαι, ἐπὶ τῆς κινήσεως τῶν οὐρανίων σωμάτων, ἡ... [[θεία]] τοῦ ὄντος φ. Πλάτ. Κρατ. 421Β, πρβλ. Τίμ. 39Β, 81Α· ἡ... ξύμπασα οὐρανοῦ φ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 897C ἡ τῶν ἄστρων φ. καὶ τοῦ ἡλίου ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 451G, πρβλ. Συμπ. 188Β· ἡ φ. καὶ [[κίνησις]] ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 434C, ἐν Θεαιτ. 152D· ὁρίζεται δὲ ὑπὸ τοῦ Ἀριστοτ. ὡς [[κίνησις]] κατὰ τόπον ποῖ, Φυσ. 7. 2, 1, περὶ Οὐραν. 1. 2, 2, π. Γενέσ. κ. Φθορ. 1. 4, 6· ἢ [[κίνησις]] [[πόθεν]] ποῖ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 3· φορᾷ ἰέναι, κινεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 617Β, Πολιτικ. 269Ε κυκλεῖσθαι... τὴν αὐτὴν φ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 617Α. 2) ἡ [[ἔκτασις]] ἐντὸς τῆς ὁποίας κινεῖταί τι, ἡ τῶν χειρῶν φ. Ἱππ. Προγν. 38· σφαίρας φοραὶ Πλάτ. Νόμ. 898Β· ἡ φ. ἀκοντίου, ἡ γραμμὴ ἣν διατρέχει τὸ [[ἀκόντιον]], τοῦ παιδὸς ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φορὰν ὑποδραμόντος Ἀντιφῶντος Τετραλογ. Βϳ, 13, Ἀπολογ. Φόνου Ἀκουσ. 4. 3) ὁρμητικὴ [[κίνησις]], [[ὁρμή]], Λατ. impetus, φ. πραγμάτων, ἡ βία τῶν περιστάσεων, Δημ. 316. 27· ἐπὶ κυμάτων, Φίλων 1. 14· πινέτω κατὰ φορὰν [[ἡμικοτύλιον]], κάθε φοράν, Ἱππ. (;)· πρβλ. [[φέρω]] Β. 4) ἐπὶ προσώπων, ὁρμητικὴ [[κίνησις]], [[ὁρμή]], ἡ τοῦ πλήθους φ. Πολύβ. 10. 4, 3, πρβλ. 30. 2, 4· πρὸς τὸν νεωτερισμὸν Πλουτ. Γάλβ. 4· [[παῖς]]... φορᾶς μεστὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 2, πρβλ. Wytt. εἰς 2. 132D. Β. ὡς [[πρᾶγμα]], Ι. τὸ φερόμενον. 1) [[φορτίον]]. μίαν φ. ἐνεγκεῖν Πλουτ. Ἀντών. 68. 2) [[εἰσφορά]], [[Ἑλληνοταμίαι]]..., οἳ ἐδέχοντο τὸν φόρον· οὕτω γὰρ ὠνομάσθη τῶν χρημάτων ἡ φορὰ Θουκ. 1. 96, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 1, 34, Δημ. 547. 17· σωτηρίας φορὰν πλήρη φέροντα τῇ πατρίδι ὁ αὐτ. 776. 10· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 2, καὶ πρβλ. [[εἰσφορά]], [[φόρος]]· οἱ Ἀθηναῖοι δὲν [[ἤθελον]] νὰ μεταχειρίζωνται τὴν λέξιν ἐπὶ τῶν ἰδίων φόρων, οὓς ἐκάλουν συντάξεις· ― [[προσέτι]] ἐπὶ εἰσφορᾶς εἰς ἔρανον, φέρομεν γὰρ ἄνθρωποι [[δέκα]] ἔρανόν τινα, οὐ φέρει δὲ τούτων τὴν φορὰν οὐδεὶς Ἀντιφάνης ἐν «Κνοιθιδεῖ ἢ Γάστρωνι» 1. 9. 3) τὸ παραγόμενον, καρπός, [[παραγωγή]], ἐσοδεία, Λατ. proventus, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 3. 1. 15· κατανοήσας ἐλαιῶν φορὰν ἐσομένην, μεγάλην παραγωγήν, ἐσοδείαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 11, 9, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 1., 22. 3 ― μεταφορ., φορὰ προδοτῶν. μέγα [[πλῆθος]], Δημ. 245. 16, Διόδ. 16. 54· ῥητόρων Αἰσχίν. 87. 16· νόμων Πλάτ. Νόμ. 739Α. φ. γάρ τίς ἐστιν ἐν τοῖς γένεσιν ἀνδρῶν, [[διαδοχή]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 2. ΙΙ. = [[κόμιστρον]] ΙΙ, ἡ ἀμοιβὴ τῆς μετακομίσεως φορτίου, [[κόμιστρον]], πόση τις ἡ φ.; Εὔπολις ἐν «Φίλοις» 7, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. σ. 293.
|lstext='''φορά''': ἡ, ([[φέρω]]). ― Α. ὡς [[πρᾶξις]], Ι. (ἐκ τοῦ ἐνεργ. [[φέρω]]) τὸ φέρειν, φορᾶς... [[φθόνησις]] οὐ γενήσεται, οὐδεὶς θὰ ἀρνηθῇ νὰ σὲ φέρῃ, Σοφ. Τραχ. 1212· ἐν φορᾷ, δηλ. ἐν ταῖς ἀγκάλαις αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 303· ψήφου φ., τὸ ψηφοφορεῖν, [[ψηφοφορία]], Εὐρ. Ἱκ. 484, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 948Ε· ἡ φ. καθάπερ πεττῶν, ἡ [[κίνησις]] ὡς ἡ τῶν πεττῶν ἐν τῷ παιγνιδίῳ, [[αὐτόθι]] 739Α. 2) ἡ κομιδὴ ἢ ἡ καταβολὴ χρημάτων ἢ φόρου, χρημάτων Θουκ. 1. 96· δασμοῦ, δασμῶν Πλάτ. Νόμ. 706Β, Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 6, 16· αἱ ὑπόλοιποι φοραὶ Λυσ. Ἀποσπ. 2. 5, πρβλ. κατωτ. Β. Ι. 2. 3) [[παραγωγή]], πρὸς τὴν τοῦ καρποῦ φοράν, δηλ. τὴν καρποφορίαν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 5, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀφορία]], Πλάτ. Πολ. 546Α, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 3. 1, 15· ἐπὶ ζῴων, Αἰλ. περὶ Ζῴων 17. 40, Γεωπον. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ. φέρομαι) τὸ φέρεσθαι, κινεῖσθαι, ἐπὶ τῆς κινήσεως τῶν οὐρανίων σωμάτων, ἡ... [[θεία]] τοῦ ὄντος φ. Πλάτ. Κρατ. 421Β, πρβλ. Τίμ. 39Β, 81Α· ἡ... ξύμπασα οὐρανοῦ φ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 897C ἡ τῶν ἄστρων φ. καὶ τοῦ ἡλίου ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 451G, πρβλ. Συμπ. 188Β· ἡ φ. καὶ [[κίνησις]] ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 434C, ἐν Θεαιτ. 152D· ὁρίζεται δὲ ὑπὸ τοῦ Ἀριστοτ. ὡς [[κίνησις]] κατὰ τόπον ποῖ, Φυσ. 7. 2, 1, περὶ Οὐραν. 1. 2, 2, π. Γενέσ. κ. Φθορ. 1. 4, 6· ἢ [[κίνησις]] [[πόθεν]] ποῖ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 3· φορᾷ ἰέναι, κινεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 617Β, Πολιτικ. 269Ε κυκλεῖσθαι... τὴν αὐτὴν φ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 617Α. 2) ἡ [[ἔκτασις]] ἐντὸς τῆς ὁποίας κινεῖταί τι, ἡ τῶν χειρῶν φ. Ἱππ. Προγν. 38· σφαίρας φοραὶ Πλάτ. Νόμ. 898Β· ἡ φ. ἀκοντίου, ἡ γραμμὴ ἣν διατρέχει τὸ [[ἀκόντιον]], τοῦ παιδὸς ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φορὰν ὑποδραμόντος Ἀντιφῶντος Τετραλογ. Βϳ, 13, Ἀπολογ. Φόνου Ἀκουσ. 4. 3) ὁρμητικὴ [[κίνησις]], [[ὁρμή]], Λατ. impetus, φ. πραγμάτων, ἡ βία τῶν περιστάσεων, Δημ. 316. 27· ἐπὶ κυμάτων, Φίλων 1. 14· πινέτω κατὰ φορὰν [[ἡμικοτύλιον]], κάθε φοράν, Ἱππ. (;)· πρβλ. [[φέρω]] Β. 4) ἐπὶ προσώπων, ὁρμητικὴ [[κίνησις]], [[ὁρμή]], ἡ τοῦ πλήθους φ. Πολύβ. 10. 4, 3, πρβλ. 30. 2, 4· πρὸς τὸν νεωτερισμὸν Πλουτ. Γάλβ. 4· [[παῖς]]... φορᾶς μεστὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 2, πρβλ. Wytt. εἰς 2. 132D. Β. ὡς [[πρᾶγμα]], Ι. τὸ φερόμενον. 1) [[φορτίον]]. μίαν φ. ἐνεγκεῖν Πλουτ. Ἀντών. 68. 2) [[εἰσφορά]], [[Ἑλληνοταμίαι]]..., οἳ ἐδέχοντο τὸν φόρον· οὕτω γὰρ ὠνομάσθη τῶν χρημάτων ἡ φορὰ Θουκ. 1. 96, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 1, 34, Δημ. 547. 17· σωτηρίας φορὰν πλήρη φέροντα τῇ πατρίδι ὁ αὐτ. 776. 10· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 2, καὶ πρβλ. [[εἰσφορά]], [[φόρος]]· οἱ Ἀθηναῖοι δὲν [[ἤθελον]] νὰ μεταχειρίζωνται τὴν λέξιν ἐπὶ τῶν ἰδίων φόρων, οὓς ἐκάλουν συντάξεις· ― [[προσέτι]] ἐπὶ εἰσφορᾶς εἰς ἔρανον, φέρομεν γὰρ ἄνθρωποι [[δέκα]] ἔρανόν τινα, οὐ φέρει δὲ τούτων τὴν φορὰν οὐδεὶς Ἀντιφάνης ἐν «Κνοιθιδεῖ ἢ Γάστρωνι» 1. 9. 3) τὸ παραγόμενον, καρπός, [[παραγωγή]], ἐσοδεία, Λατ. proventus, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 3. 1. 15· κατανοήσας ἐλαιῶν φορὰν ἐσομένην, μεγάλην παραγωγήν, ἐσοδείαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 11, 9, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 1., 22. 3 ― μεταφορ., φορὰ προδοτῶν. μέγα [[πλῆθος]], Δημ. 245. 16, Διόδ. 16. 54· ῥητόρων Αἰσχίν. 87. 16· νόμων Πλάτ. Νόμ. 739Α. φ. γάρ τίς ἐστιν ἐν τοῖς γένεσιν ἀνδρῶν, [[διαδοχή]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 2. ΙΙ. = [[κόμιστρον]] ΙΙ, ἡ ἀμοιβὴ τῆς μετακομίσεως φορτίου, [[κόμιστρον]], πόση τις ἡ φ.; Εὔπολις ἐν «Φίλοις» 7, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. σ. 293.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />action de porter :<br /><b>A.</b> <i>au propre</i> :<br /><b>I. 1</b> action de porter en avant, de pousser ; vent favorable;<br /><b>2</b> action d’apporter ; <i>particul.</i> apport d’une redevance, paiement : φορᾶν φέρειν THC payer un impôt;<br /><b>3</b> action d’emporter (pour ensevelir);<br /><b>II.</b> action de se porter, de mouvoir ; <i>fig.</i> penchant, inclination : [[πρός]] [[τι]], [[ἐπί]] [[τι]] action de se porter vers une occupation, de s’adonner à une étude;<br /><b>III.</b> ce qui est emporté, fardeau, charge;<br /><b>B.</b> <i>fig.</i> action de porter, <i>càd</i> de produire, d’engendrer ; <i>abs.</i> fertilité, fécondité ; portée, production, <i>particul.</i> production abondante : προδοτῶν καὶ δωροδόκων DÉM provision de traîtres et de corrupteurs ; secte, école de philosophes.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]].
}}
}}