alejandrino
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Spanish > Greek
Ἀλεξανδρίτης, Ἀλεξανδρειανός, Ἀλεξανδρινός, Ἀλεξανδρεωτικός, Ἀλεξανδρεύς, Ἀλεξανδρειώτης, Ἀλεξανδριανός, Ἀλεξάνδρειος