beurzensnijder
From LSJ
Dutch > Greek
βαλαντιητόμος, βαλαντιατόμος, βαλαντιοτόμος, βαλλαντιητόμος, βαλλαντιατόμος, βαλλαντιοτόμος, βαλαντιοκλέπτης, , γαλλιάριος, κομβολύτης
βαλαντιητόμος, βαλαντιατόμος, βαλαντιοτόμος, βαλλαντιητόμος, βαλλαντιατόμος, βαλλαντιοτόμος, βαλαντιοκλέπτης, , γαλλιάριος, κομβολύτης