ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
P. and V. μίασμα, τό, ἄγος, τό (Thuc.), V. μύσος, τό, P. μιαιφονία, ἡ, μιαρία, ἡ.