conform
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
adapt: P. and V. προσαρμόζειν, ἐφαρμόζειν, συναρμόζειν.
conform to, obey: P. and V. πείθεσθαι (dat.), πειθαρχεῖν (dat.).