connect
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
fasten together: P. and V. συνάπτειν.
apply in mind: P. and V. προστιθέναι; see apply.
connect oneself (by marriage) with: V. κῆδος (τό) συνάπτειν (dat.), λέχος (τό) συνάπτειν (dat.), λέκτρα (τά) συνάπτειν (dat.).
be connected with (of persons), associate with: P. and V. συνεῖναι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), συναλλάσσειν (dat.), ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.); see associate.