ἀλεξιφάρμακος
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
A acting as antidote, μανίης against it, Hp.Ep. 10.
II ἀλεξιφάρμακον, τό, antidote, Thphr. HP 9.15.7; Ἀλεξιφάρμακα, title of poem by Nic.
2 charm, spell, Ἐφέσια τοῖς γαμοῦσιν.. γέγων ἀ. Men.371.
3 generally, remedy, τινός against a thing, Pl.Lg.957d, cf. Muson.Fr.17p.91H.
Spanish (DGE)
(ἀλεξῐφάρμᾰκος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 curativo, lenitivo c. gen. ἀλεξιφάρμακα μανίης ἄνθη Hp.Ep.10, fig. ἀλεξιφάρμακον εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀκουόντων καθιεὶς λόγον Longin.16.2.
2 subst. τὸ ἀλεξιφάρμακον = remedio c. gen. τῶν ἄλλων λόγων Pl.Lg.957d, πλήθους καὶ τόλμης μεταφορῶν ἀ. Longin.32.4
•c. prep. πρὸς ταῦτα πάντα ἀλεξιφάρμακον ἔχων καλόν Muson.17
•de tipo mágico conjuro τὴν μαγευτικὴν τὴν περὶ τὰ ἀλεξιφάρμακα Pl.Plt.280d, Ἐφέσια ἀλεξιφάρμακα Men.Fr.274
•medic. gener. remedio τοῦ λοιμοῦ Luc.Alex.36
•antídoto, contraveneno Thphr.HP 9.15.7, D.C.37.13.2, Ἀλεξιφάρμακα = Los Antídotos tít. de una obra de Nicandro, Hdn.Gr.2.494.
3 τριπόλιον Aster tripolium e.e. tripoleo Plin.HN 21.146.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agit comme contrepoison, τινος contre qch ; τὸ ἀλεξιφάρμακον antidote, préservatif, τινος contre qch.
Étymologie: ἀλέξω, φάρμακον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλεξιφάρμακος -ον ἀλέξω, φάρμακον alleen als subst. τὸ ἀλεξιφάρμακον beschermend tovermiddel; met gen. of met πρός + acc. tovermiddel tegen iets of iem.
Russian (Dvoretsky)
ἀλεξιφάρμᾰκος: служащий противоядием (δυνάμεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεξιφάρμᾰκος: -ον, ὁ ἀπωθῶν τὸ δηλητήριον, ὁ ἐνεργῶν ὡς ἀντίδοτον, μανίης, κατὰ τῆς μανίας, Ἱππ. 1274. 19. ΙΙ. ἀλεξιφάρμακον, τό, ἀντίδοτον, Λατ. remedium, Πλάτ. Πολιτικ. 279C, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 15, 7· Ἀλεξιφάρμακα, ὄνομα ποιήματος ὑπὸ Νικ. 2) φυλακτήριον, «φυλαχτό», Ἐφέσια τοῖς γαμοῦσιν... λέγων ἀλ., Μένανδρ. ἐν «Παιδίῳ» 2. 3) καθόλου, θεραπεία, τινός, Πλάτ. Νόμ. 957D.
Greek Monolingual
ἀλεξιφάρμακος, -ον (Α)
1. αυτός που ενεργεί ως αντίδοτο, που εξουδετερώνει το δηλητήριο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλεξιφάρμακον
α) αντιφάρμακο, αντίδοτο
β) μαγικό φίλτρο, φυλαχτό
γ) γιατριά, θεραπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι- (< ἀλέξω) + φάρμακον.