emplear
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Spanish > Greek
διατρίβω, διατίθημι, ἐνδιατρίβω, εἰσχράομαι, διαμηχανάομαι, ἀσχολέω, ἀναισιμόω, ἀναλαμβάνω, ἐνασχολέω, διαστείχω, διαχράομαι, ἀπαναλίσκω