Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
P. ὀπτήρ, ὁ, αὐτόπτης, ὁ, P. and V. ἐπόπτης, ὁ, V. κατόπτης, ὁ.