fácil
From LSJ
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
ἁπαλός, ἁπλόος, ἀπραγμάτευτος, ἀταλαιπώρητος, ἄτραχυς, βατός, εὔκολος, εὐμαρής, εὐπετής, εὐχερής, ῥᾴδιος, ῥῄδιος