garb

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for garb - Opens in new window

substantive

P. and V. ἐσθής, ἡ. ἐσθήματα, τά, κόσμος, ὁ, σκευή, ἡ, στολή, ἡ (Plato), V. εἷμα, τό, στολμός, ὁ, στόλισμα, τό, Ar. and V. πέπλος, ὁ, πέπλωμα, τό; see dress.