generalship
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
office of general: P. and V. στρατηγία, ἡ, τὸ στρατηγεῖν.
skill in command: P. στρατηγία, ἡ.
expert in generalship, adj.: P. στρατηγικός.
office of general: P. and V. στρατηγία, ἡ, τὸ στρατηγεῖν.
skill in command: P. στρατηγία, ἡ.
expert in generalship, adj.: P. στρατηγικός.