στρατηγία
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
Ion. στρατηγίη, ἡ,
A office of general, command, Hdt.1.59, 5.26, E.Andr.678,704, Eup. 100, Phryn.Com.22, etc.; παραλύειν τινὰ τῆς στρατηγίας Hdt.6.94; ἀνάσσων Ἑλλάδος στρατηγίας = being chief general of Greece, E.IT17; τυραννίδος μᾶλλον . . μίμησις ἢ στρατηγία Th. 1.95; of a naval command, Id.5.26, X.HG6.2.13.
2 at Athens, office of στρατηγός, Ar.Pl.192, Aeschin. 2.41: in plural, Pl.Ap.36b, R.599c, etc.; ἐν ταῖς ἐνιαυσίοις στρατηγίαις = by means of his annual tenure of the office of general Plu.Per. 16: presidency of the Achaean league, Plb.4.37.1, etc.; in Egypt, office of στρατηγός, πρὸς τῇ στρατηγίᾳ = deputy-στρατηγός, PEnteux.63.10 (iii B.C.), UPZ108.28 (ii B.C.); πρὸς τῇ στρατηγίᾳ also = στρατηγός, BGU12.6 (ii A.D.); at Rome, praetorship, Plu.Cat.Mi.39, Sull.5, etc.; cf. στρατηγός II.3,4.
3 period of command, campaign, X.HG6.2.39.
4 troops commanded by one general, command, prob. in OGI 266.54 (Pergam., iii B.C.).
II generalship, X.Cyr.1.6.14, Mem. 3.1.5, Pl.Euthd.307a, etc.; piece of strategy, D.S.17.23.
III province governed by a στρατηγός, Str.12.1.4, al., Plin.HN6.27, App.Mith. 105.
IV = φαλαγγαρχία (phalangarchia), a corps of 4096 men, Arr.Tact.10.7, Ael.Tact.9.8.
2 = στρατιά, army (which is found in codd. AB), LXX Ju.5.3.
German (Pape)
[Seite 951] ἡ, ion. στρατηγίη, Amt od. Würde eines Feldherrn, Feldherrnstelle; Eur. Andr. 679. 705; ἀνάσσων Ἑλλάδος στρατηγίας, I. T. 17; Ar. Plut. 192; Her. 6, 94; Thuc., Plat. u. Folgde, wie Pol. 10, 25, 9; auch Art, Feldherr zu sein, Xen. An. 2, 2, 13; Feldherrnklugheit, Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. commandement d'une armée :
1 charge ou dignité de chef d'armée;
2 à Athènes charge de stratège;
3 à Rome préture : στρατηγία πολιτική PLUT préture urbaine;
II. aptitude à commander une armée, qualités d'un général.
Étymologie: στρατηγός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατηγία -ας, ἡ Ion. στρατηγίη -ης [στρατηγός] milit. bevelhebberschap:. παραλύειν τῆς στρατηγίης (iemand) ontheffen van zijn bevelhebberschap Hdt. 6.94.1; μετὰ τὴν ἐς Ἀμφίπολιν στρατηγίαν na mijn militaire commando in de expeditie naar Amphipolis Thuc. 5.26.5; ἀνάσσων Ἑλλάδος στρατηγίας heersend over het Griekse bevelhebberschap, d.w.z. als opperbevelhebber van de Grieken (in de Trojaanse oorlog) Eur. IT 17. campagne. Xen. Hell. 6.2.39. veldheerschap, strategisch inzicht, de kunst van het bevelhebberschap. polit. in Athene het strategos-zijn, ambt van strategos (zie στρατηγός 2.a). in Rome praetorschap, ambt van praetor:. σ. ἐξαίρετος buitengewoon praetorschap Plut. CMi 39.3; σ. πολιτική stadspraetuur (ambt van praetor urbanus) Plut. Sull. 5.1.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτηγία: ион. στρᾰτηγίη ἡ
1 пост или звание стратега, главное командование Her., Thuc., Xen.: ἀνάσσειν τῆς Ἑλλάδος στρατηγίης Eur. быть главнокомандующим всех греческих войск;
2 (в Риме) претура Plut.: σ. πολιτική Plut. = лат. praetura urbana;
3 руководство военными действиями (ἐν τῇ πρὸς Μεγαρέας γενομένῃ στρατηγίῃ εὐδοκιμήσας, sc. Πεισίστρατος Her.);
4 стратегический маневр или план Xen., Diod.;
5 стратегическое искусство, стратегия Xen., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτηγία: Ἰωνικ. -ίη, ἡ, τὸ ἀξίωμα, ἡ θέσις, ὁ βαθμός, τὸ ἔργον τοῦ στρατηγοῦ, διοίκησις, Ἡρόδ. 1. 59., 5. 26, Εὐρ. Ἀνδρ. 678. 704, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 13, ἐν «Μονοτρόπῳ» 4, Θουκ., κλπ.· παραλύειν τινὰ τῆς στρ. Ἡρόδ. 6. 94· ἀνάσσων Ἑλλάδος στρατηγίας, ὢν ὁ πρῶτος στρατηγὸς τῆς Ἑλλάδος, Εὐρ. Ι. Τ. 17· τυραννίδος μίμησις μᾶλλον ἢ στρ. Θουκ. 1. 95· ἐπὶ ναυτικῆς ἀρχηγίας, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 13. 2) τὸ ὑπούργημα τοῦ στρατηγοῦ, ὅπερ ἦτο ἀρχὴ ἐν Ἀθήναις, οἱονεὶ ὑπουργὸς τῶν στρατιωτικῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 192, Αἰσχίν. 33. 28· οὕτως ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Ἀπολ. 36Β, Πολ. 599C, κτλ· ἐν ταῖς ἐνιαυσίοις στρ. Πλουτ. Περ. 16· ἡ προεδρία τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείας, Πολύβ. 4. 37, 1, κτλ.· ἐν Ρώμῃ τὸ ὑπούργημα τοῦ πραίτωρος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 39, κτλ.· πρβλ. στρατηγός ΙΙ. 3. 3) περίοδος καθ’ ἣν διατελεῖ τις στρατηγός, καθ’ ἣν ἔχει τὴν ἀρχηγίαν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39. ΙΙ. ἡ ἱκανότης ἢ ἡ εὐφυΐα τοῦ στρατηγοῦ, στρατηγικὴ δεινότης, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 14, Ἀπομν. 3. 1, 5, Πλάτ., κτλ.· ἐπινόημα, τέχνασμα στρατηγικόν, Διόδ. 17. 23· πρβλ. στρατήγημα. ΙΙΙ. ἐπαρχία ἣν διοικεῖ εἷς στρατηγός, παρὰ τῷ Πλιν. 6. 9.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατηγίη Α στρατηγός
1. το αξίωμα ή το έργο του στρατηγού
2. η χρονική περίοδος κατά την οποία διατελεί κανείς στρατηγός, έχει την αρχηγία του στρατού
αρχ.
1. στρατηγική ικανότητα, στρατηγική δεινότητα («λέξον ἡμῖν πόθεν ἤρξατο σε διδάσκειν τὴν στρατηγίαν», Ξεν.)
2. (στην Αθήνα) το υπούργημα του στρατηγού, το οποίο, σύμφωνα με τους κανόνες της Αθηναϊκής πολιτείας, ήταν αιρετό αξίωμα
3. το αξίωμα του προέδρου της Αχαϊκής Συμπολιτείας
4. (στην Αίγυπτο) το αξίωμα του στρατηγού ο οποίος είχε στρατιωτική αλλά και πολιτική εξουσία
5. (στη Ρώμη) το αξίωμα του πραίτωρα
6. στρατηγικό τέχνασμα, στρατήγημα
7. επαρχία διοικούμενη από στρατηγό
8. φαλαγγαρχία. στρατιωτική δύναμη αποτελούμενη από 4.096 άντρες
9. στρατιά
10. στον πληθ. αἱ στρατηγίαι
πιθ. στρατεύματα διοικούμενα από στρατηγό
11. (κατ' επέκτ.) ναυτική αρχηγία
12. φρ. α) «παραλύειν τινὰ τῆς στρατηγίας» — το να παύει κανείς κάποιον από το αξίωμα του στρατηγού (Ηρόδ.)
β) «ἀνάσσων Ἑλλάδος στρατηγίας» — αυτός που υπήρξε ο πρώτος στρατηγός της Ελλάδας (Ευρ.).
Greek Monotonic
στρᾰτηγία: Ιων. -ίη, ἡ (στρατηγός)·
I. 1. αξίωμα, τιμητική διάκριση ή θέση στρατηγού, διοίκηση στρατεύματος, σε Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για διοίκηση ναυτικού, σε Ξεν.
2. το αξίωμα του στρατηγοῦ στην αρχαία Αθήνα, είδος υπουργού του πολέμου, σε Αριστοφ., Πλάτ.· στη Ρώμη, το αξίωμα του Πραίτορα, σε Πλούτ.
3. χρονική περίοδος κατά την οποία κάποιος είναι στρατηγός, σε Ξεν.
II. χαρίσματα ή ικανότητες στρατηγού, στρατηγική ευφυΐα, δεινότητα, ικανότητα, στον ίδ.
Middle Liddell
στρᾰτηγία, ἡ, στρατηγός
I. the office, dignity, or post of general, command, Hdt., Attic; of naval command, Xen.
2. the office of στρατηγός at Athens, a sort of war-minister, Ar., Plat.:—at Rome the Praetorship, Plut.
3. a period of command, campaign, Xen.
II. the qualities or skill of a general, generalship, Xen.
English (Woodhouse)
office of general, post of general, skill in command
Lexicon Thucydideum
imperium, munus praetorium, praetorian authority, praetorship, 1.95.3, [vulgo commonly ἢ] 5.16.1, 5.26.5.
Translations
campaign
Albanian: fushatë; Arabic: حَمْلَة; Armenian: արշավ, արշավանք; Azerbaijani: kampaniya, yürüş; Belarusian: кампанія, паход; Bengali: প্রচার; Bulgarian: кампания, поход; Burmese: စစ်ဆင်ရေး; Catalan: campanya; Chinese Mandarin: 活動/活动, 戰役/战役; Czech: tažení, kampaň; Danish: kampagne, felttog; Dutch: campagne, veldtocht; Esperanto: kampanjo, balotkampanjo, reklamkampanjo, militkampanjo; Estonian: kampaania; Finnish: kampanja, sotaretki; French: campagne; Galician: campaña; Georgian: კამპანია; German: Einsatz, Feldzug, Heereszug, Kampagne; Greek: καμπάνια, εκστρατεία; Ancient Greek: ἐπιστρατεία, ἐπιστρατηΐη, στρατεία, στράτευμα, στρατηγία, στρατηγίη, στρατηΐη, στρατηλασία, στρατηλασίη, στρατιά; Hebrew: מַעֲרָכָה, קמפיין / קַמְפֵּיְן; Hindi: मुहिम, अभियान; Hungarian: kampány, hadjárat; Icelandic: herferð; Indonesian: kampanye; Irish: feachtas; Italian: campagna; Japanese: キャンペーン, 戦役; Kazakh: науқан, жорық; Khmer: យុទ្ធការ, ចលនា, ការឃោសនា; Korean: 캠페인, 전역(戰役), 깜빠니아; Kurdish Central Kurdish: حەملە; Northern Kurdish: kampanya, helmet; Kyrgyz: кампания; Latin: expeditio, prensatio; Latvian: kampaņa; Lithuanian: kampanija; Luxembourgish: Campagne; Macedonian: кампања; Malay: kempen, cari suara; Jawi: کيمڤين, چاري سوارا; Maori: whakamataaratanga; Mongolian Cyrillic: кампани, аян; Mongolian: ᠻᠠᠮᠫᠠᠨᠢ, ᠠᠶᠠᠨ; Norwegian Bokmål: kampanje, felttog; Nynorsk: kampanje, felttog; Occitan: campanha; Old French: cumpaigne; Persian: کارزار, کمپین; Polish: kampania, pochód; Portuguese: campanha; Romanian: campanie; Russian: кампания, поход; Scottish Gaelic: iomairt; Serbo-Croatian Cyrillic: кампа̀ња, по̀ход; Roman: kampànja, pòhod; Slovak: kampaň, ťaženie; Slovene: kampanja; Spanish: campaña; Swahili: kampeni; Swedish: kampanj, fälttåg; Tagalog: kampanya; Tajik: маърака, кампания, корзор; Tetum: kampaña; Thai: การรณรงค์, การหาเสียง; Turkish: kampanya; Turkmen: kampaniýa; Ukrainian: кампанія, похі́д; Urdu: مُہِم; Uyghur: ھەرىكەت; Uzbek: kampaniya; Vietnamese: chiến dịch, vận động; Volapük: krigagoläd; Yiddish: קאַמפּאַניע