hoer
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
Dutch > Greek
ἄλοχος, γεφυρίς, γυνὴ ἔνδοξος, δρομάς, ἐνδιαλλαγμένη, ἐνδιηλλαγμένη, ἐπιμισθίς, ἑταίρα, ἑταίρη, ἑτάρη, ἱππόπορνος, κασαλβάς, κασάλβη, κασαύρα, κάσσα, κασσαβάς, κασωρίς, κατακᾶσα, κατάκασσα, κλύσμα, κοινή, κοινόλεκτρος, λαικάς, λαικάστρια, λυπτά, λωγάς, μαχλίς, μισήτη, μυλλάς, παλλακή, πασιπόρνη, πορνεύτρια, πόρνη, πόρνος, πτωχελένη, σαλμακίς, σποδησιλαύρα, στεγῖτις, φορβάς, χαλιμάς, χαλκιδῖτις, χαμαιτύπη, χαμαιτυπίς, χαμεταιρίς, χαμευνάς