σαλμακίς Search Google

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Russian (Dvoretsky)

σαλμᾰκίς: ίδος (ῐδ) ἡ гетера, наложница Anth.

Translations