impute

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for impute - Opens in new window

verb transitive

impute (a thing to a person): P. and V. ἀναφέρειν (τι εἴς τινα or τί τινι) (V. also ἀμφέρειν). προστιθέναι (τί τινι), ἐπαιτιᾶσθαι (τινά τινος), Ar. and P. ἐπαναφέρειν (τι εἴς τινα), ἀνατιθέναι (τί τινι), P. καταιτιᾶσθαι (τι).

attach (blame, etc.), P. and V. προσβάλλειν, προστιθέναι, προσάπτειν, V. νέμειν, ἀνάπτειν, Ar. and P. περιάπτειν, περιτιθέναι.