Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
δυσωδία, δυσωδίη, δυσοσμία, δεῖσα, ἀηδία, ἀηδία τῆς ὀσμῆς, τὸ δυσῶδες