mart

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for mart - Opens in new window

substantive

P. and V. ἀγορά, ἡ, Ar. and P. ἐμπόριον, τό, ἐμπορεῖον, τό.