Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
P. and V. ἀγορά, ἡ, Ar. and P. ἐμπόριον, τό, ἐμπορεῖον, τό.