moordzuchtig
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
Dutch > Greek
ἀνθρωποκτόνος, ἀνδροθνής, ἀκρόχειρος, βροτοκτόνος, ἀνδροκμής, αὐτόχειρ, αὐθέντης, ἀνδροδάικτος, φονικός