ἀνδροκμής

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδροκμής Medium diacritics: ἀνδροκμής Low diacritics: ανδροκμής Capitals: ΑΝΔΡΟΚΜΗΣ
Transliteration A: androkmḗs Transliteration B: androkmēs Transliteration C: androkmis Beta Code: a)ndrokmh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, man-wearying, λοιγός, μόχθοι, A.Supp.678, Eu.248; man-slaying, πέλεκυς Id.Ch.889; ἀνδροκμῆτας προσφέρων ἀγωνίας E.Supp.525.

Spanish (DGE)

-ῆτος
1 que agobia, oprime a los hombres λοιγός A.Supp.678, μόχθοι A.Eu.248, ἀγωνίαι E.Supp.525.
2 homicida πέλεκυς A.Ch.889.

German (Pape)

[Seite 218] ῆτος, Männer (ermüdend) tödtend, πέλεκυς Aesch. Ch. 876; μόχθοι Eum. 239; τύχαι 916; λοιγός Suppl. 663; Eur. ἀγωνίαι, mörderischer Kampf, Suppl. 525.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ) :
qui accable les hommes, meurtrier.
Étymologie: ἀνήρ, κάμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροκμής: ῆτος adj. Aesch., Eur. = ἀνδροδἀϊκτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω) ὁ καταπονῶν τοὺς ἄνδρας, λοιγός, τύχαι, μόχθοι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 679, Εὐμ. 248· ὀ ἀνδροκτόνος, πέλεκυς ὁ αὐτ. Χο. 889· οὐδ’ ἀνδροκμῆτας προσφέρων ἀγωνίας Εὐρ. Ἱκ. 525. ― [Τὸ ἐν Αἴαντι τοῦ Σοφοκλ. [325] χωρίον, «ἐν μέσοις βοτοῖς σιδηροκμῆσιν ἥσυχος θακεῖ πεσών», ἑρμηνεύων ὁ Σχολιαστὴς λέγει: «τῷ σιδήρῳ φονευθεῖσιν, ὡς ‘ἀνδροκμῆσιν’»· κατὰ ταῦτα τὸ ἀνδροκμὴς ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ: ὁ ὑπ’ ἀνδρὸς φονευθείς.]

Greek Monolingual

ἀνδροκμής, ο, η (Α)
1. αυτός που καταπονεί τους άνδρες, οχληρός, εξουθενωτικός
2. ανδροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -κμής < κάμνω «κουράζομαι, υποφέρω»].

Greek Monotonic

ἀνδροκμής: -ῆτος, ὁ, ἡ (ἀνήρ, κάμνω), αυτός που φθείρει τους άνδρες, σε Αισχύλ.· αυτός που σφάζει τους άνδρες, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀνήρ, κάμνω
man-wearying, Aesch.: man-slaying, Aesch.

Translations

murderous

Arabic: قَتُول‎; Aramaic Classical Syriac: ܩܛܘܠܐ‎; Armenian Old Armenian: մարդասպան; Catalan: assassí; Czech: vražedný; Dutch: moordzuchtig; Esperanto: murda, murdema; Finnish: murhaava, murhanhimoinen; French: meurtrier; Georgian: სასიკვდილო; German: mörderisch; Greek: δολοφονικός, φονικός; Ancient Greek: ἀνθρωποκτόνος, ἀνδροθνής, ἀκρόχειρος, βροτοκτόνος, ἀνδροκμής, αὐτόχειρ, αὐθέντης, ἀνδροδάικτος, φονικός; Hungarian: gyilkos; Italian: letale, micidiale, mortale, omicida, omicidiario; Latin: internecivus; Latvian: slepkavīgs; Malayalam: കൊലപാതക; Middle English: dedly; Norwegian Bokmål: morderisk; Nynorsk: mordarisk; Romanian: asasin, ucigaș, ucigător; Russian: кровавый; Sanskrit: हिंस्र; Serbo-Croatian Cyrillic: у̏битачан, у̀бојит; Roman: ȕbitačan, ùbojit; Spanish: asesino, homicida; Swedish: mordisk; Yiddish: מערדעריש‎, רציחהדיק‎, רצחניש‎