no registrado
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Spanish > Greek
ἄτακτος, ἀδιάτακτος, ἀκαταχώριστος, ἄγραφος, ἀναπόγραπτος, ἀπαράδεικτος, ἀνεπίγραφος, ἀνεπίγροφος