ἀνεπίγραφος
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
English (LSJ)
Dor. ἀνεπίγροφος Tab.Heracl.1.84, ον,
A without title or without inscription, χιτωνίσκιον ἀνεπίγραφον (for the names of those who offered vestments were embroidered upon them) IG2.754.28,al., ib. 7.303.102 (Oropus), etc.; μέσσοροι Tab.Heracl.l.c.
2 unregistered: hence, free of charge, of a harvest, γένημα ἀνεπίγραφον PGnom.234 (ii A.D., cf. Plb.8.31.6, D.S.1.64, etc.: metaph., without distinguishing marks, Luc.Nec.15; unmarked, Cat.25.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀνεπίγροφος TEracl.1.84
1 sin inscripción μέσσοροι TEracl.l.c., φιάλη Luc.Herm.39, de estatuas antiguas, D.Chr.31.90
•sin marca, sin nombre τὰ ὀστᾶ Luc.Nec.15, cf. Cat.25
•sin el nombre bordado χιτωνίσκιον IG 22.1514.28 (IV a.C.), cf. 7.303.102 (Oropo III a.C.)
•sin el nombre del autor Euthal.M.85.725B
•sin el nombre de la persona a quien va dirigido Basil.M.32.612B
•sin título de un discurso, D.H.Dem.13.
2 no registrado o inscrito οἰκία Plb.8.31.6, γένημα PGnom.104 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 224] ohne Aufschrift, Luc. Herm. 39; Pol. 8, 33, ohne Namen des Verfassers, dah. unverbürgt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans inscription ou titre.
Étymologie: ἀ, ἐπιγραφή.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίγρᾰφος: не имеющий надписи (οἰκίαι Polyb.; φιάλη Luc.; πυραμίς Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίγραφος: -ον, ὁ ἄνευ ὀνόματος ἢ ἐπιγραφῆς, χιτωνίσκιον ἀν., καθότι τὰ ὀνόματα τῶν ἀφιερούντων ἐνδύματα ἦσαν κεντημένα ἐπ’ αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 31, πρβλ. 1570b. 49, 2860. 11· Αἰολ. ἀνεπίγροφος, αὐτόθι 5774. 84· - οὕτω παρὰ Πολυβ. 8. 33, 6, Διόδ. 1. 64, κτλ.: μεταφ. ἄνευ σαφῶν γνωρισμάτων, Λουκ. Νεκυομ. 15, Κατάπλ. 25.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεπίγραφος, -ον)
1. εκείνος που δεν έχει επιγραφή
2. (για συγγράματα) ανώνυμος, εκείνος του οποίου ο συγγραφέας δεν είναι γνωστός
μσν.
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί, παράδοξος, απίστευτος
αρχ.
μτφ. ο χωρίς σαφή γνωρίσματα ως προς τον κτήτορα ή τον κάτοχο.
Greek Monotonic
ἀνεπίγρᾰφος: -ον, (ἐπιγράφω), χωρίς τίτλο ή επιγραφή, άτιτλος· μεταφ., αυτός που δεν έχει διακριτά χαρακτηριστικά, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἐπιγράφω
without title or inscription: metaph. without noticeable features, Luc.