ἀδιάτακτος
English (LSJ)
ἀδιάτακτον,
A disorganized, ὄχλοι, πόλις, Artapan. ap. Alex.Polyh.14, D.H.3.10. Adv. ἀδιατάκτως Simp.in Cat. 379.26.
2 unclassified, πρόσοδοι BCH6.14 (Delos, ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1desorganizado πόλις D.H.3.10, ὄχλοι Artapanus 3.5, ἀδιάτακτα ... λέγοντες Sch.Od.19.560, Hsch. glos. a ἀκριτόμυθε, ζωή Basil.M.31.461C.
2 no clasificado, no ordenado Hsch.s.u. ἀδιατάκτῳ
•neutr. plu. subst. τὰ ἀ. fondos no asignados o comprometidos para gastos no presupuestados ID 442A.95, cf. 399.A.11, 33 (ambas II a.C.)
•no registrado, no inscrito ἀδιάτακτοι καλοῦνται οἱ μὴ ἐγγεγραμμένοι εἰς τοὺς μετοίκους δέον, ἢ μὴ τελοῦντες τὸ μετοίκιον, ἢ τὴν σκάφην μὴ φέροντες Poll.3.57.
II adv. -ως desorganizadamente Simp.in Cat.379.26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάτακτος: -ον, ὁ μὴ διατεταγμένος, Διον. Ἁλ. 3. 10.
German (Pape)
ungeordnet, πόλις Dion.Hal. 3.10.