λυγρός
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
English (LSJ)
λυγρά, λυγρόν,
A baneful, mournful, ὄλεθρος, γῆρας, Il.10.174, Od.24. 250, etc.; ἄλγεα Il.13.346; ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς 23.86; λυγρὸν δέος Archil.74.4; ὀνίαν… λύγραν (gen.pl.) Sapph.Supp.1.10; νεῖκος Pi.N.8.25; μάχαι B.10.68; πένθος A.Ch.17; ὀργά ib.835 (lyr.); πόνοι, νόσος, S.OT184 (lyr.), Ph.1424, etc.; λυγρά = bane, misery, Il.24.531, Od.14.226; ruin, 3.303; ἔξοχα λυγρὰ ἰδυῖα = versed above all in banes, 11.432, cf. Hes.Th.313; λυγρὰ νοεῦντες Id.Op.261.
2 with an act. force, σήματα λυγρά Il.6.168; φάρμακα λυγρά, opp. ἐσθλά, baneful drugs, Od.4.230, 10.236; γαστὴρ λυγρή = the stomach that cause of bane, 17.473.
3 λυγρὰ εἵματα = sorry garments, 16.457.
II of persons, baneful, mischievous, 9.454: more freq., sorry, i.e. weak, cowardly, Il.13.119, 237, Od.18.107, A.Fr.361, S.Ant.823 (Sup., lyr.).
III Adv. λυγρῶς = painfully, sorely, λυγρῶς πεπληγυῖα Il.5.763. [ῠ by nature, Pi.N.8.25, Mosch.4.73, etc.]
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
I. 1 fâcheux, triste ; τὰ λυγρά, malheurs, ruine ; λυγρὰ εἴματα OD vêtements misérables ; en parl. de pers. malheureux, infortuné : ἤκουσα δὴ λυγροτάταν ὀλέσθαι τὰν ξέναν SOPH j'ai ouï dire que l'étrangère était morte très misérablement;
2 lâche;
3 misérable, méprisable, vil;
II. malfaisant, méchant, perfide;
Sp. λυγρότατος.
Étymologie: R. Λυγ, pleurer ; cf. lat. lugeo, luctus.
German (Pape)
(λύζω, vgl. lugeo, λευγαλέος), jammervoll, elend; ὄλεθρος, Il. 10.174, ἕλκεα, 19.49, γῆρας, Od. 24.248, und sonst oft, auch mit ἄτη, ἀνδροκτασίη, ἄλγος, κῆδος und ähnlichen verbunden; λυγρὰ περὶ χροῒ εἵματα ἕστο, 17.203; λυγρὴ ἔχιδνα, Hes. Th. 301; νεῖκος, Pind. N. 8.25; δέος, Archil. 30; – τὰ λυγρά, traurige Dinge, Elend, Unglück, Il. 24.531, Od. 14.226; Verderben, Unheil, Od. 3.303; ἔξοχα λυγρὰ ἰδυῖα, die ausnehmend Verderbliches Sinnende, 11.432, wie Hes. von der Hydra, ὕδρην λύγρ' εἰδυῖαν, Th. 313, und οἱ λυγρὰ νοεῦντες ἄλλῃ παρκλίνουσι δίκας, O. 260, die Verderbliches Sinnenden; so sind auch λυγρὰ φάρμακα, im Gegensatz der ἐσθλά, schädliche Mittel, Gifte od. bösartiger Zauber, Od. 4.230, 10.236, und λυγρὴ γαστήρ ist der unheilstiftende, unselige Magen, 17.473. Von Menschen gebraucht bedeutet es den zum Kampf Untüchtigen, Elenden, Feigen, Il. 13.119, 237, Od. 18.107; aber auch = unheilvoll, Anderen Unheil bringend, 9.454. – Auch bei den Tragg. nicht selten, πένθει λυγρῷ πρέπουσαν Aesch. Ch. 17, νόσος Soph. Phil. 1410, πόνοι O.R. 185, οἰμωγαί Aj. 310, γῆρας 501, λυγροὺς θήσω γάμους Eur. Med. 399, μέλη Suppl. 70; sp.D., λυγραὶ ἁλκυόνες Ap.Rh. 4.363. – Auch einzeln in sp. Prosa, wie Luc. Philopatr. 23.
Russian (Dvoretsky)
λυγρός:
1 злосчастный, ужасный (ὄλεθρος Hom.);
2 тяжкий, жестокий, мучительный (ἕλκεα Hom.; νόσος Soph.); тяжелый, печальный (γῆρας Hom.);
3 гнетущий (πένθος Aesch.);
4 губительный, разящий (ὀργαί Aesch.);
5 ядовитый, смертельный (φάρμακα Hom.);
6 причиняющий несчастья, пагубный (γαστήρ Hom.);
7 зловредный, гнусный (ὁ ἀνὴρ κακὸς σὺν λυγροῖς ἑτάροισι Hom.);
8 жалкий, бедный (εἵματα Hom.);
9 бессильный, немощный, слабый (ἄνδρες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
λυγρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.), χαλεπός, δεινός, λυπηρός, ἐπίπονος, ὄλεθρος, γῆρας Ἰλ. Κ. 174, Ὀδ. Ω. 250, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ πολλῶν ἄλλων λέξεων κατὰ τὸ πλεῖστον δηλουσῶν κατάστασιν σώματος ἢ πνεύματος, ὡς ἄλγος, ἀνδροκτασίη, ἄτη, δαΐς, ἕλκος, ἔχθος, κῆδος, κτλ.· οὕτω, λ. δέος Ἀρχίλ. 16· νεῖκος Πινδ. Ν. 8. 43· πένθος Αἰσχύλ. Χο. 17· ὀργὴ αὐτόθ. 835· πόνοι, νόσος Σοφ. Ο. Τ. 185, Φ. 1424, κτλ.· - τὰ λυγρά, δυστυχία, ἀθλιότης, Ἰλ. Ω. 531, Ὀδ. Ξ. 226· ὄλεθρος, καταστροφή, Γ. 303· ἡ δ’ ἔξοχα λύγρ’ εἰδυῖα, ἔχουσα βαθεῖαν γνῶσιν κακούργων διανοημάτων, Λ. 432, πρβλ. Ἡσ. Θ. 314· λυγρὰ νοεῦντες Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 259. 2) μετ’ ἐνεργ. δυνάμεως, σήματα λυγρά, ὀλέθρια, Ἰλ. Η. 168· φάρμακα λυγρά, ἀντίθετ. τῷ ἐσθλά, ὀλέθρια φάρμακα, Ὀδ. Δ. 230, Κ. 236· γαστὴρ λυγρή, ἡ κοιλία ἡ αἰτία τοῦ ὀλέθρου, Ρ. 473· ἀλλά, 3) σπανίως ἐπὶ ἐξωτερικῶν πραγμάτων, εἵματα λυγρά, ἄθλια ἐνδύματα, Π. 457. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὀλέθριος, ἐπιβλαβής, Ι. 454· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐλεεινός, δηλ. δειλός, Ἰλ. Ν. 119, 237, Ὀδ. Σ. 107· ὡσαύτως παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 374, Σοφ. Ἀντ. 823. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., λυγρῶς, ἀθλίως, «ἐλεεινά», λυγρῶς πεπληγυῖα Ἰλ. Ε. 763. - λευγαλέος, λυγρός, ἀμφότερα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.· ἀλλὰ τὸ μὲν λυγρὸς παρέμεινεν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μετὰ ταῦτα ποιηταῖς, τὸ δὲ λευγαλέος κατέστη σχεδὸν ἄχρηστον. (Ἐκ τῆς √ΛΥΓ παράγονται καὶ αἱ λέξεις λευγαλέος, λοιγός· πρβλ. Σανσκρ. ruǵ, ruǵ-âmi (frango, vexo), ruǵ, ruǵ-â (morbus)· Λατιν. lugeo, lugubris, luctus· Λιθ. lúz-ti (frangi)).
English (Autenrieth)
(cf. λευγαλέος): sad, mournful, miserable; in apparently active sense, φάρμακα, σήματα, etc., Od. 4.230, Il. 6.168; also fig., and in derogatory sense, ‘sorry,’ εἵματα, Od. 16.457; so of persons, Il. 13.119.—Adv., λυγρῶς.
English (Slater)
λῠγρός deadly λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε pr. (P. 12.14) ἐν λυγρῷ νείκει (N. 8.25)
Greek Monolingual
λυγρός, -ά, -όν (Α)
1. καταστρεπτικός, ολέθριος, δεινός, λυπηρός, θλιβερός («ἄλγεα λυγρά», Ομ. Ιλ.)
2. (για πρόσ.) α) επιβλαβής, βλαβερός («τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσεν σὺν λυγροῖς ἑτάροισι», Ομ. Οδ.)
β) ανίκανος για μάχη, δειλός (οὐδ' ἂν ἔγωγε ἀνδρὶ μαχησαίμην, ὅστις πολέμοιο μεθείη λυγρὸς ἐών», Ομ. Ιλ.)
γ) αξιολύπητος
3. (για αντικείμενα) ευτελής, άθλιος («λυγρὰ εἵματα», Ομ. Οδ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λυγρά
α) δυστυχία, αθλιότητα, κακομοιριά
β) όλεθρος, καταστροφή («λυγρὰ νοεῡντες ἄλλῃ παρακλίνουσι δίκας», Ησίοδ.)
γ) τα πράγματα ή οι καταστάσεις που επιφέρουν όλεθρο («φάρμακα λυγρά», Ομ. Οδ.).
επίρρ...
λυγρῶς (Α)
άθλια, ελεεινά, οικτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λ. λευγαλέος.
Greek Monotonic
λυγρός: -ά, -όν,
I. 1. πληγωμένος, ολέθριος, πένθιμος, σε Όμηρ., Τραγ.· τὰ λυγρά, δυστυχία, αθλιότητα, όλεθρος, καταστροφή, σε Όμηρ., Ησίοδ.
2. ολέθριος, με Ενεργ. σημασία, φάρμακα λυγρά, σε Ομήρ. Οδ.· γαστὴρ λυγρή, η κοιλιά ως αιτία του ολέθρου, στο ίδ.
3. εἵματα λυγρά, άθλια ενδύματα, στο ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπο, ολέθριος, επιβλαβής, στο ίδ.· ελεεινός, δηλ. αδύναμος, δειλός, σε Όμηρ., Σοφ.
III. επίρρ., λυγρῶς, αθλίως, ελεεινά, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Meaning: miserable, unhappy
See also: s. λευγαλέος.
Middle Liddell
λυγρός, ή, όν
I. sore, baneful, mournful, Hom., Trag.: —τὰ λυγρά bane, misery, ruin, Hom., Hes.
2. baneful, with an act. force, φάρμακα λυγρά Od.; γαστὴρ λυγρή the stomach that cause of bane, Od.
3. εἵματα λυγρά sorry garments, Od.
II. of persons, baneful, mischievous, Od.: sorry, i. e. weak, cowardly, Hom., Soph.
III. adv. λυγρῶς, sorely, Il.
Frisk Etymology German
λυγρός: {lugrós}
Meaning: elend, unglücklich
See also: s. λευγαλέος.
Page 2,142
English (Woodhouse)
mournful
Bulgarian: тъжен, печален; Catalan: planyívol; French: affligé, éploré, mélancolique, lugubre, funèbre, morne, chagrin; Galician: pesaroso; Georgian: საცოდავი; Greek: πένθιμος; Italian: lamentoso; Latin: funestus; Maori: taukiri, tīkapa, whakahiatangi; Occitan: mornarós, malgraciós, languinós, melancolic, mòrn, solombrós; Portuguese: pesaroso; Russian: скорбный, печальный, заунывный; Spanish: melancólico, lastimero; Scottish Gaelic: brònach; Turkish: kederli, hüzünlü
Translations
coward
Afrikaans: lafaard, papbroek; Albanian: frikacak; Arabic: جَبَان; Armenian: վախկոտ, ղզիկ; Azerbaijani: qorxaq; Bashkir: ҡурҡаҡ; Basque: koldar; Belarusian: баязлі́вец, баязлі́ўка, палахлі́вец, палахлі́ўка; Bulgarian: страхливец, страхливка; Catalan: covard; Cebuano: talawan; Chakma: 𑄛𑄘𑄢; Chamicuro: s̈hamle'c̈homa; nMandarin: 懦夫, 孬種, 孬种, 孱頭, 孱头, 膽小鬼, 胆小鬼; Chukchi: айыԓгыԓьын; Crimean Czech: zbabělec, zbabělkyně, bázlivec, posera; Danish: bangebuks, kujon, kryster; Dutch: lafaard, slapjanus, watje; Erzya: тандаль; Esperanto: malkuraĝulo, timemulo, timulo, poltrono; Estonian: argpüks; Faroese: bloyta, ræðuskítur, rædduskítur, bløka, ónytta; Finnish: pelkuri; French: couard, couarde, poltron, poltronne, froussard, froussarde, lâche; Galician: covarde, cagainas; Georgian: მშიშარა, მხდალი, ლაჩარი, ჯაბანი, ქვეშაჯვია; German: Feigling, Angsthase, Schisser, Schisserin, Hosenscheißer, Warmduscher; Greek: δειλός, δειλή, άνανδρος, κότα, φοβιτσιάρης, κιοτής, φοβητσιάρης; Ancient Greek: ἀβλεμής, ἀγεννής, ἀθέλιμνος, ἀθυμητής, ἄθυμος, αἰκέλιος, ἀκάρδιος, ἀνάλκιμος, ἄναλκις, ἄνανδρος, ἀνδρογύνης, ἄνευρος, ἀπομάλακος, ἀπότολμος, ἀσπιδαποβλής, ἄσπλαγχνος, ἄτολμος, ἀφάρυμος, ἀφιλοπόλεμος, ἄψυχος, βληχρός, γυναικίας, δεδείκελος, δειδήμων, δείλανδρος, δειλός, δειλόψυχος, δειμαλέος, ἐκπάλαιστος, ἐλεγχής, ἔνδειλος, κακόσπλαγχνος, λευκηπατίας, λυγρός, μαλακός, μαλακόψυχος, μαλθακός, ὀλιγόψυχος, περίδειλος, ῥίψασπις, τρέστης, φιλόζωος, φιλόψυχος, φυγαίχμης, φυγόμαχος, φύξηλις; Haitian Creole: kapon; Hebrew: פַּחְדָן, פחדנית, מוּג לֵב; Hindi: कायर, डरपोक, बुज़दिल, बुजदिल; Hungarian: gyáva; Icelandic: bleyða; Ido: poltrono, deskurajozo; Ilocano: natakrot; Indonesian: pengecut; Irish: cladhaire; Italian: codardo, pusillanime, vigliacco, vile, coniglio; Ivatan: matahaw; Japanese: 臆病者, 怖がり, 怖がり屋, 腰抜け, 弱虫, 卑怯者; Kapampangan: bayugin, galgawu, mataloti; Kazakh: қорқақ; Khmer: អ្នកកំសាក, កំសាក; Korean: 겁쟁이, 비겁자(卑怯者), 겁꾸러기, 겁보, 겁부(怯夫); Kurdish Northern Kurdish: tirsok, newêrek, bêcesaret, bêkulek, tirsonek, tirsoke; Kyrgyz: коркок; Lao: ຄົນຕາຂາວ, ຄົນຂີ້ຢ້ານ; Latvian: gļēvulis, gļēvule; Lithuanian: bailys; Luxembourgish: Feigling; Macedonian: кукавица, страшливец; Malagasy: fananga; Malay: pengecut; Malayalam: ഭീരു; Manx: aggleydagh; Maori: tautauhea, tautauwhea, tautauā, whiore hume, hukehuke, hamo pango, poromataku; Maranao: talaw; Middle English: coward; Mongolian Cyrillic: аймхай хүн, хулчгар хүн; Norwegian Bokmål: feiging, reddhare; Nynorsk: feiging, reddhare; Occitan: coard; Old English: earg; Persian: ترسو, نامرد, بزدل; Plautdietsch: Schietstremp; Polish: tchórz, strachajło, bojaźliwiec; Portuguese: covarde; Romanian: laș, lașă; Russian: трус, трусиха, трусишка, ссыкун, бздун, ссыкло, бояка, боягуз, боягузка; Scottish Gaelic: cladhaire, gealtaire; Serbo-Croatian Cyrillic: ку̏кавица; Roman: kȕkavica; Shan: ၵူၼ်းၶီႈယၢၼ်ႈ; Shor: қортуқ; Slovak: zbabelec, zbabelkyňa, bojazlivec, ustrašenec; Slovene: strahopetnež, strahopetnica; Spanish: cobarde, gallina; Swahili: mwoga; Swedish: fegis, mes; Tagalog: duwag; Tajik: тарсу, тарсончак, номард, буздил; Tatar: куркак; Telugu: పిరికివాడు; Thai: คนขี้ขลาด, ขี้ขลาด; Turkish: korkak, ödlek, tabansız; Ukrainian: боягуз, боягузка, страхополох; Uyghur: قورقۇنچاق; Uzbek: qoʻrqoq; Vietnamese: người nhát gan, người nhút nhát; Volapük: dredöfan, hidredöfan, jidredöfan, dredajiedan, dredahijiedan, dredajijiedan; Welsh: cachadur, cachgi, cachwr, llwfrgi, llyfrgi, cilgi; West Frisian: fiich, leffert; Yiddish: פּחדן, פּחדנטע, טרוס