ongehoorzaamheid
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
Dutch > Greek
ἀνηκοΐα, ἀνηκουστία, ἀνηκουστίη, ἀνυποταγή, ἀνυποταξία, ἀπείθεια, ἀπείθημα, ἀποταξία, δυσπείθεια, παρακοή, τὸ ἀνήκοον, τὸ ἀνήκουστον, τὸ δυσπειθές, τὸ μὴ κλύειν