ἐγκροτέω

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκροτέω Medium diacritics: ἐγκροτέω Low diacritics: εγκροτέω Capitals: ΕΓΚΡΟΤΕΩ
Transliteration A: enkrotéō Transliteration B: enkroteō Transliteration C: egkroteo Beta Code: e)gkrote/w

English (LSJ)

A strike on the ground, ἐς ἓν μέλος ἐγκροτέοισαι ποσσίν beating time with the feet to one tune, Theoc.18.7:—Med., πυγμαὶ δ' ἦσαν ἐγκροτούμεναι the fists were dashing one against the other, E.IT 1368.
II Pass., to be fastened by nails, τοίχῳ Philostr.VA2.20.

Spanish (DGE)

1 intr. golpear ἐς ἓν μέλος ἐγκροτέοισαι ποσσὶ περιπλέκτοις golpeando con los entrelazados pies del baile a un único canto Theoc.18.7
en v. med. pegar πυγμαὶ δ' ἦσαν ἐγκροτούμεναι se daban puñetazos E.IT 1368.
2 tr. clavar, fijar con clavos en v. pas. χαλκοῖ γὰρ πίνακες ἐγκεκρότηνται τοίχῳ ἑκάστῳ Philostr.VA 2.20, τὰ ... τῷ ὁμοιώματι τὸ χρυσίου ἐγκροτούμενα στίγματα los tachones (de plata) fijados en el oro de imitación Gr.Nyss.Hom.in Cant.85.15, τὸν ... ἐγκροτούμενον ἄργυρον Gr.Nyss.Hom.in Eccl.322.9.

German (Pape)

[Seite 710] darein-, anschlagen, θύραις, an die Thür klopfen, Leon. Tar. 1 (aber V, 206 οὐ κοτέουσα); ἐγκροτούμεναι πυγμαί, auf einander losschlagende Fäuste, Eur. I. T. 1334; εἰς ἓν μέλος ἐγκροτέουσαι ποσσίν, nach einer Weise den Takt mit den Füßen stampfend, schlagend, Theocr. 18, 7.

French (Bailly abrégé)

ἐγκροτῶ :
frapper bruyamment contre, choquer avec bruit ; πυγμαὶ ἐγκροτούμεναι EUR poings (càd mains) qu'on frappe avec force l'une contre l'autre ; ἐς ἓν μέλος ἐγκροτέοισαι ποσσί THCR frappant le sol en cadence de leurs pieds.
Étymologie: ἐν, κροτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκροτέω: тж. med. (во что-л.) ударять, стучать, бить: πυγμαὶ ἦσαν ἐγκροτούμεναι Eur. сыпались кулачные удары; ἐς ἓν μέλος ἐ. ποσσί Thuc. плясать в такт, под музыку.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκροτέω: κτυπῶ εἰς τὸ ἔδαφος, εἰς ἕν μέλος ἐγκροτέουσι ποσσίν, κτυποῦσαι ἐνρύθμως τοὺς πόδας των πρὸς ἓν μέλος, πρὸς μίαν μελῳδίαν, Λατ. plaudere pedibus, Θεόκρ. 18. 7 (Bgk. ἀγκροτέουσαι): ― Μέσ., πυγμαὶ δ’ ἦσαν ἐγκροτούμεναι, πυγμαὶ δὲ κατεφέροντο κατὰ τῶν σωμάτων ἀλλήλων, Εὐρ. Ι. Τ. 1368. ΙΙ. Παθ., προσηλοῦμαι, καρφώνομαι δι’ ἥλων, Φιλόστρ. 71.

Greek Monotonic

ἐγκροτέω: μέλ. -ήσω, χτυπώ πάνω στο έδαφος, χτυπώ στο ρυθμό της μελωδίας, σε Θεόκρ. — Μέσ., επιτίθεμαι ο ένας εναντίον του άλλου, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to strike on the ground, to beat time, Theocr.:—Mid. to dash one against the other, Eur.