ἀναξία
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
(A), ἡ, (ἀνάσσω)
A command, behest, Pi.N.8.10(pl.).
2 = βασιλεία, A.Fr.283.
(B), ἡ, lack of value: inferiority, Pl.Prt.356a (s.v.l.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de méritos ἡδονῇ πρὸς λύπην del placer con relación al dolor Pl.Prt.356a
•insignificancia τὴν ἐμὴν ἀναξίαν μὴ ἀξιωθεὶς γραμμάτων ὑμετέρων PMasp.64.1 (VI d.C.).
-ας, ἡ
soberanía, poder ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες Pi.N.8.10, cf. A.Fr.32.
German (Pape)
[Seite 200] ἡ (ἀνάσσω), 1) Geheiß, Auftrag, im plur., Pind. N. 8, 10. – 2) bei Aesch. frg. 9 nach Hesych. βασιλεία. ἡ, der Unwert, die Unwürdigkeit, Zeno bei Diog. L. 7, 105. Vgl. ἀνάξιος.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
indignité.
Étymologie: ἀνάξιος.
2ας (ἡ) :
1 pouvoir, charge, autorité;
2 royauté.
Étymologie: ἀνάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναξία:
I ἡ ἀνάξιος недостойность, негодность Diog. L.
II ἡ ἀνάσσω
1 приказание, поручение Pind.;
2 Aesch. = βασιλεία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναξία: ἡ, (ἀνάσσω) διαταγή, κέλευσμα, ἐντολή, Πινδ. Ν. 8. 18, κατὰ πληθ. 2) = βασιλεία, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 9.
English (Slater)
ᾰναξία command ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες (Alberti: ἂν ἀξίαις codd.) (N. 8.10)
Greek Monolingual
(I)
ἀναξία, η (Α) ἄναξ
1. διαταγή, εντολή
2. το αξίωμα του βασιλιά, βασιλεία.
(II)
ἀναξία, η (Α) ἀξία
έλλειψη αξίας, αναξιότητα, κατωτερότητα.
Greek Monotonic
ἀναξία: ἡ (ἀνάσσω), διαταγή, κέλευσμα, εντολή, σε Πίνδ.